-
1 θεοσεβεία
θεοσεβείᾱ, θεοσέβειαservice: fem nom /voc /acc dual——————θεοσεβείᾱͅ, θεοσέβειαservice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θεοσεβεια
-
3 θεοσέβεια
θεοσέβειαservice: fem nom /voc sg -
4 θεοσέβεια
θεοσέβεια ηблагочестие -
5 θεοσέβεια
θεοσέβεια, ας, ἡ (s. two next entries; X., An. 2, 6, 26; Pla., Epin. p. 985d; 989e; Gen 20:11; Job 28:28; Sir 1:25; Bar 5:4; Philo, Just.; Tat. 17, 3; Ath. 4, 2; Theoph. Ant. 3, 15 [p. 234, 16].—The word is found as a title in Christian ins; cp. PLond 1924, 4; 1925, 3f; 1929, 3 [all IV A.D.].) reverence for God or set of beliefs and practices relating to interest in God, piety, godliness 1 Ti 2:10; religion 2 Cl 20:4; Dg 1; 3:3; 4:5; Qua (1); ἀόρατος θ. invisible worship (i.e., without images, sacrifices, or elaborate ceremonies, and with stress on the inner life, s. vss. 5–7) Dg 6:4. τὴν ἀπλανῆ θεοσέβειαν inerrant worship, as urged by the prophets of Israel, apparently w. ref. to emphasis on inner attitudes AcPlCor 2:10. τὸ τῆς θ. μυστήριον Dg 4:6 (Wengst 343 n. 34).—DELG s.v. σέβομαι. M-M. TW. Spicq. -
6 θεοσεβείᾳ
Βλ. λ. θεοσεβεία -
7 θεοσέβεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεοσέβεια
-
8 θεοσέβεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεοσέβεια
-
9 θεοσέβεια
η благочестие -
10 θεοσέβεια
богобоязненность, богопочитание, благочестие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεοσέβεια
-
11 θεοσέβεια
-ας +ἡ N 1 1-0-0-1-5=7 Gn 20,11; Jb 28,28; 4 Mc 7,6.22; 17,15service of God, fear of GodCf. HARL 1986a, 185-187; SPICQ 1978a, 375; →NIDNTT; TWNT -
12 θεοσέβεια
θεοσέβ-εια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοσέβεια
-
13 θεοσέβεια
θεο-σέβεια, ἡ, Gottesverehrung, -furcht -
14 θεοσέβεια
dine saygı, dindarlık, müminlik -
15 θεοσεβείας
θεοσεβείᾱς, θεοσέβειαservice: fem acc plθεοσεβείᾱς, θεοσέβειαservice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 θεοσεβείαι
θεοσεβείᾱͅ, θεοσέβειαservice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 θεοσέβειαι
θεοσέβειαservice: fem nom /voc pl -
18 θεοσέβειαν
θεοσέβειαservice: fem acc sg -
19 θεοσεβες
-
20 θεο-σεβής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεοσεβεία — θεοσεβείᾱ , θεοσέβεια service fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεβείᾳ — θεοσεβείᾱͅ , θεοσέβεια service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβεια — service fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβεια — και θεοσεβεία, η (AM θεοσέβεια) [θεοσεβής] ο σεβασμός προς τον θεό, η ευσέβεια … Dictionary of Greek
θεοσέβεια — η 1. το να σέβεται κανείς το θεό, η ευσέβεια προς το θεό, θρησκευτικότητα. 2. (φιλοσ.), το θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα του Θεόφιλου Καΐρη (1784 1853) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεοσεβείας — θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια service fem acc pl θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεβείαι — θεοσεβείᾱͅ , θεοσέβεια service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεβειῶν — θεοσέβεια service fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεβείῃ — θεοσέβεια service fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβειαι — θεοσέβεια service fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβειαν — θεοσέβεια service fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)