Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ϑεμείλια

См. также в других словарях:

  • θεμείλια — θεμείλια, τα (Α) επικ. τ. αντί θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός] …   Dictionary of Greek

  • θεμείλια — θέμεθλα foundations neut nom/voc/acc pl θεμείλια neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dhē-2 —     dhē 2     English meaning: to put, place     Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen”     Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • ριζούχος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) αυτός που κρατάει γερά τις ρίζες, τα θεμέλια 2. αυτός που έχει στερεές ρίζες («θεμείλια ῥιζοῡχα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»