Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πάσχοντα

См. также в других словарях:

  • πάσχοντα — πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχω have pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχονθ' — πάσχοντα , πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχοντα , πάσχω have pres part act masc acc sg πάσχοντι , πάσχω have pres part act masc/neut dat sg πάσχοντι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (doric) πάσχοντε , πάσχω have pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχοντ' — πάσχοντα , πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχοντα , πάσχω have pres part act masc acc sg πάσχοντι , πάσχω have pres part act masc/neut dat sg πάσχοντι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (doric) πάσχοντε , πάσχω have pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική …   Dictionary of Greek

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • δίψακος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι… …   Dictionary of Greek

  • διχασμός — (Ιατρ.).Θέση στην οποία μια απλή δομή, όπως είναι η τραχεία, διαχωρίζεται σε δύο κλάδους. * * * ο (AM διχασμός) [διχάζω] διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση νεοελλ. 1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)… …   Dictionary of Greek

  • επίθεμα — το (AM ἐπίθεμα) [επιτίθημι] 1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα») 2. αλοιφή ή έμπλαστρο νεοελλ. συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • ετερεμβόλιο — ή ετεροεμβόλιο, το εμβόλιο που παρασκευάζεται από μικρόβια τα οποία λαμβάνονται από άλλη πηγή και όχι από τον πάσχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εμβόλιο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»