-
1 θαυματουργία
θαυματουργίᾱ, θαυματουργίαfem nom /voc /acc dualθαυματουργίᾱ, θαυματουργίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θαυματουργίᾱͅ, θαυματουργίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θαυματουργια
-
3 θαυματουργία
θαυματουργία ηчудотворение, совершение чуда, чудотворствоΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θαυματουργία
-
4 θαυματουργίᾳ
Βλ. λ. θαυματουργία -
5 θαυματουργία
η1) совершение чуда; чудотворство; 2) см. θαυματοποιία 1 -
6 θαυματουργία
θαυμᾰτουργ-ία, ἡ,A = θαυματοποιία, Pl.Lg. 670a, Iamb.Myst.3.29;τοῦ θεοῦ Just.Nou. 40.1.1
(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματουργία
-
7 θαυματουργίας
θαυματουργίᾱς, θαυματουργίαfem acc plθαυματουργίᾱς, θαυματουργίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
8 θαυματουργίαι
θαυματουργίᾱͅ, θαυματουργίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
9 θαυματουργίαν
θαυματουργίᾱν, θαυματουργίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
10 θαυματουργίαις
θαυματουργίαfem dat pl -
11 σκηνο-γραφικός
σκηνο-γραφικός, ή, όν, zur Theatermalerei gehörig, in der Art derselben, d. i. perspectivisch, ὄψις, Strab. V; übh. theatralisch, ϑαυματουργία, Hel. 7, 8 E.
-
12 θαυμασιο υργία
θαυμασιο υργία, ἡ, = ϑαυματουργία, Philostr. v. Apoll. 6, 19.
-
13 θαυματοποιία
η1) искусство фокусника; фокусничество; 2) см. θαυματουργία 1 -
14 θαυματουργιών
-
15 θαυματουργιῶν
-
16 чудесность
-и θ.θαυματουργία, -τόποι, -ία. -
17 σκηνογραφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνογραφικός
См. также в других словарях:
θαυματουργία — θαυματουργίᾱ , θαυματουργία fem nom/voc/acc dual θαυματουργίᾱ , θαυματουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίᾳ — θαυματουργίᾱͅ , θαυματουργία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργία — η (AM θαυματουργία) [θαυματουργός] 1. θαυματοποιία 2. θαύμα, θαυμαστό έργο … Dictionary of Greek
θαυματουργία — η θαυματοποιία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυματουργίας — θαυματουργίᾱς , θαυματουργία fem acc pl θαυματουργίᾱς , θαυματουργία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίαι — θαυματουργίᾱͅ , θαυματουργία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίαν — θαυματουργίᾱν , θαυματουργία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργιῶν — θαυματουργία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίαις — θαυματουργία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чудодеяние — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (θαυματουργία) чудотворение … Словарь церковнославянского языка
PICTI — populi Britanniae secundae, h. e. Scotiae, quorum regio Deucaledonia Marcellino, sed aliis Laudonia regio putatur. Hi hodie linguâi Scoticâ Phictiaid, teste Lhuydô vocantur. Eorum meminit Mamertinus in suo Panegyrico. Claudian. de vict.… … Hofmann J. Lexicon universale