-
1 θαυματουργέω
A = θαυματοποιέω, X.Smp.7.2; work wonders or miracles, Ph.2.18, 185; but τὰ περίγεια θ. 'play tricks with', of Xerxes, Id.1.674; τὰ τεθαυματουργημένα wonderful phenomena, Pl.Ti. 80c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματουργέω
-
2 θαυματούργημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματούργημα
-
3 θαυματουργία
θαυμᾰτουργ-ία, ἡ,A = θαυματοποιία, Pl.Lg. 670a, Iamb.Myst.3.29;τοῦ θεοῦ Just.Nou. 40.1.1
(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματουργία
-
4 θαυματουργός
θαυμᾰτουργ-ός, όν,A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματουργός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский