-
1 όριο(ν)
τό1) предел, граница; рубеж;πέρα από ( — или εξω απ') τα όρια — за пределами (чего-л.);
στα όρια της χώρας — в пределах страны;
2) перен. пределы; границы; рамки;η υπομονή του δεν έχει όρια — его терпение беспредельно;
κάθε πράγμα έχει τα όριά του — всему есть предел;
υπερβαίνω ( — или βγαίνω απ') τα όρια — или εξέρχομαι των ορίων — выходить за рамки приличия, переходить всякие границы;
ανώτατο όριο(ν) — максимум;
κατώτατο όριο(ν) — минимум;
3) физ.:όρια ταχύτητας — предел скорости;
4) ценз;όριο(ν) ηλικίας — возрастной ценз
-
2 όριο(ν)
τό1) предел, граница; рубеж;πέρα από ( — или εξω απ') τα όρια — за пределами (чего-л.);
στα όρια της χώρας — в пределах страны;
2) перен. пределы; границы; рамки;η υπομονή του δεν έχει όρια — его терпение беспредельно;
κάθε πράγμα έχει τα όριά του — всему есть предел;
υπερβαίνω ( — или βγαίνω απ') τα όρια — или εξέρχομαι των ορίων — выходить за рамки приличия, переходить всякие границы;
ανώτατο όριο(ν) — максимум;
κατώτατο όριο(ν) — минимум;
3) физ.:όρια ταχύτητας — предел скорости;
4) ценз;όριο(ν) ηλικίας — возрастной ценз
-
3 όριο
[орио] ουσ. о. граница,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όριο
-
4 όριο
[орио] ουσ ο граница. (μεταφ) предел. -
5 όριο
sınır, hat, limit -
6 όριο
1) borne2) limite -
7 όριο
1) granica (f) rzecz.2) graniczny przym.3) ograniczenie (n) rzecz. -
8 όριο
1) hranice2) limit3) limita4) mez5) mezní6) rozhraní -
9 όριο
1) boundary2) limitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όριο
-
10 ὁριο-δείκτης
ὁριο-δείκτης, ὁ, der die Gränzen zeigt, = ὁριστής; B. A. 287; E. M.
-
11 ὁριο-θετέω
ὁριο-θετέω, Gränzen festsetzen, LXX.
-
12 όριο ηλικίας
cтароcната границаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > όριο ηλικίας
-
13 limite
όριο -
14 limit
όριο -
15 limita
όριο -
16 mez
όριο -
17 mezní
όριο -
18 rozhraní
όριο -
19 graniczny
όριο -
20 ὁριοδείκτης
A = ὁριστής 1, AB287, BGU426.1 (ii/iii A.D.), PAmh.2.83.5 (iii/iv A.D.) :—hence [suff] ὁριο-δεικτέω, BGU983.17 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁριοδείκτης
См. также в других словарях:
όριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Στην περιοχή της κοινότητας υπάρχει ναός της Παναγίας της Μονομερίτισσας που έχει χαρακτηριστεί «διατηρητέον μνημείον». * * * το (ΑΜ ὅριoν) [όρος (Ι)] 1. το ακραίο σημείο … Dictionary of Greek
όριο — το 1. σύνορο, τέλος έκτασης: Τα όρια του κράτους. 2. μτφ., σημείο, άκρο, όπου φτάνει μια κατάσταση ή ενέργεια, πέρα από το οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει να πάει: Η υπομονή έχει τα όριά της. 3. φρ., «Όριο ελαστικότητας», το μέγιστο όριο αντοχής ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
τέκμαρ — και τέκμωρ, ος, τὸ, Α 1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.) 2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.) 3. διέξοδος («τὸ δ ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ» … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek