-
1 порог
-а α.1. το κατώφλι τις πόρτας (το δοκάρι).2. ξέρα ποταμού.3. μτφ. τα πρόθυρα (εγγύτατο σημείο)• κατώτατο όριο•порог слышимости το κατώτατο όριο ακουστικότητας.
εκφρ.за порог – από μέσα από το σπίτι (από το κατώφλι)•за -ом – έξω από το σπίτι•на порог не пускать кого – ούτε στο κατώφλι δεν επιτρέπω σε κάποιον να πατήσει•у -а – α) στο κατώφλι, β) στα πρόθυρα, εγγύτατα• οσονούπω. -
2 минимум
το ελάχιστο, το κατώτατο όριο, το μίνιμουμ (ξεν). относительный - σχετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минимум
-
3 порог
1. тех. το κατώφλιборовковый - мет. η ποδιά του ανοίγματοςвыходной мет. - της εξόδουнаправляющий гидр. - οδηγός2. (наименьшая величина, степень проявления чего-л.) το κατώτατο όριο- рекристаллизации температурный η (χαμηλότερη) θερμοκρασία ανακρυ-στάλλωσης)энергетический - ενεργειακό - 3 (каменистый поперечный выступ дна реки) η ξέρα (του ποταμού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порог
-
4 κατώτατος
-
5 όριο(ν)
τό1) предел, граница; рубеж;πέρα από ( — или εξω απ') τα όρια — за пределами (чего-л.);
στα όρια της χώρας — в пределах страны;
2) перен. пределы; границы; рамки;η υπομονή του δεν έχει όρια — его терпение беспредельно;
κάθε πράγμα έχει τα όριά του — всему есть предел;
υπερβαίνω ( — или βγαίνω απ') τα όρια — или εξέρχομαι των ορίων — выходить за рамки приличия, переходить всякие границы;
ανώτατο όριο(ν) — максимум;
κατώτατο όριο(ν) — минимум;
3) физ.:όρια ταχύτητας — предел скорости;
4) ценз;όριο(ν) ηλικίας — возрастной ценз
-
6 όριο(ν)
τό1) предел, граница; рубеж;πέρα από ( — или εξω απ') τα όρια — за пределами (чего-л.);
στα όρια της χώρας — в пределах страны;
2) перен. пределы; границы; рамки;η υπομονή του δεν έχει όρια — его терпение беспредельно;
κάθε πράγμα έχει τα όριά του — всему есть предел;
υπερβαίνω ( — или βγαίνω απ') τα όρια — или εξέρχομαι των ορίων — выходить за рамки приличия, переходить всякие границы;
ανώτατο όριο(ν) — максимум;
κατώτατο όριο(ν) — минимум;
3) физ.:όρια ταχύτητας — предел скорости;
4) ценз;όριο(ν) ηλικίας — возрастной ценз
-
7 peak over threshold
French\ \ crête au-dessus de seuilGerman\ \ Spitze über SchwelleDutch\ \ piek over drempelItalian\ \ picco sopra la sogliaSpanish\ \ pico sobre umbralCatalan\ \ -Portuguese\ \ pico acima do limiarRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ αιχμή πέρα από το κατώτατο όριοFinnish\ \ asetetun rajan ylittävä huippuarvoHungarian\ \ -Turkish\ \ eşik üzeri zirveEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ высшая надпороговая точкаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ hámarki yfir viðmiðunarmörkEuskara\ \ atalasea baino gehiago gailurraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ ذروة البدايةAfrikaans\ \ piek oor drempelChinese\ \ -Korean\ \ - -
8 меженный
επ.κατώτατος (για στάθμη νερών)•меженный уровень реки το κατώτατο όριο νερού ποταμού.
-
9 межень
-и θ.το κατώτατο όριο νερού ποταμού ή λίμνης. || εποχή κατώτατου όριου νερού ποταμού ή λίμνης.
См. также в других словарях:
πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek
τράγανον — τὸ, ΜΑ μσν. το κατώτατο άκρο τής μύτης αρχ. το κατώτατο άκρο τού πτερυγίου τού αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. τραγανός με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
κράσπεδο — το 1.το κατώτατο άκρο ενδύματος, ποδόγυρος. 2. το κατώτατο άκρο (βουνού, πόλης κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτέρνα — η 1. στο κατώτατο τμήμα του ανθρώπινου ποδιού το πίσω μέρος, το αντίθετο με τα δάχτυλα, και ιδίως το πίσω του πέλματος, της πατούσας. 2. σε αυτό το μέρος το ακραίο μεγάλο κόκαλο του ταρσού, όπου κρατιέται ο αχίλλειος τένοντας. 3. το μεγαλύτερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροστήθιον — ἀκροστήθιον, το (Α) το κατώτατο σημείο, η άκρη τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + στηθίον, υποκορ. < στῆθος] … Dictionary of Greek
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek
βραχύπρεμνος — η, ο με πολύ κοντό κορμό, με διακλαδώσεις σχεδόν αμέσως πάνω απ΄ το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πρεμνος < πρέμνον «το κατώτατο μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα» (πρβλ. αυτόπρεμνος)] … Dictionary of Greek
γενείδιο — το ανθρωπομετρικό σημείο στο κατώτατο μέρος τού οστέινου γενείου (τής κάτω γνάθου) … Dictionary of Greek