-
1 όγκος
[онгос] οοσ. а. объём, масса, (μεταφ.) значение, важность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όγκος
-
2 опухоль
опухоль ж о όγκος, το πρήξιμο· злокачественная \опухоль о κακοήθης όγκος* * *жο όγκος, το πρήξιμοзлока́чественная о́пухоль — ο κακοήθης όγκος
-
3 пространство
ο χώρος, η έκταση, το διάστημαбесстоечное горн. - χωρίς υποστηρίγματαвыработанное - горн. κενός - εξορύξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пространство
-
4 объём
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) όγκος μέγεθος, έκταση• διάσταση•товиры большого -а εμπορεύματα μεγάλου όγκου (ογκώδη)•
объём воды ο όγκος νερού•
объём работ όγκος εργασιών•
зниний η έκταση των γνώσεων•
объём шара οι διαστάσεις της σφαίρας•
по -у κατά τον όγκο ή κατά το μέγεθος.
-
5 опухоль
-и θ.όγκος, εξόγκωμα, πρήξιμο•доброкачественная опухоль καλοήθης όγκος•
злокачественная опухоль κακοήθης όγκος.
-
6 злокачественный
злокачественный κακοήθης \злокачественныйая опухоль о κακοήθης όγκος* * *злока́чественная о́пухоль — ο κακοήθης όγκος
-
7 объём
-
8 глыба
глыбаж ὁ ὀγκος/ ὁ βῶλος, ὁ σβῶλος (земли):\глыба льда ὁ "όγκος πάγου. -
9 объем
объемм1. ὁ ὀγκος:\объем ку́ба ὁ ὀγκος κύβου·2. перен τό μέγεθος, ἡ ἐκταση:\объем знаний ἡ Εκταση τῶν γνώσεων· \объем промышленной проду́кции ἡ ποσότητα τῶν βιομηχανικών προϊόντων. -
10 опухоль
опухольж ὁ ὀγκος, τό πρήξιμο, τό ἐξόγκωμα:жировая \опухоль τό στεάτωμα· злокачественная \опухоль ὁ κακοήθης ὀγκος. -
11 глыба
-ы θ.όγκος άμορφος•каменная глыба ογκόλιθος•
гранитная глыба γρανίτινος όγκος•
льда ογκόπαγος.
-
12 массив
-а α.όγκος• πυκνότητα ογκωδών αντικειμένων•горный массив ορεινός όγκος•
лесной массив δασική έκταση•
земной массив έκταση γης.
εκφρ.жилищный массив – πλήθος ομοιότυπων οικημάτων. -
13 водоизмещение
το εκτόπισμαη χωρητικότητα весовое - βάρος - τοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водоизмещение
-
14 грузооборот
η κίνηση των φορτίων, ο όγκος των φορτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грузооборот
-
15 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
16 заказ
η παραγγελί/α, η εντολήобъём - а όγκος/ποσότητα της - αςгосударственный - κρατική/δημόσια -предварительный - προκαταρκτική/δοκιμαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заказ
-
17 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
18 литраж двигателя
ο όγκος (σε λίτρα)/η χωρητικότητα του κυλίνδρου κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > литраж двигателя
-
19 масса
1. (физическая величина) η μάζ/α, το βάροςвзлётная - ав. το βάρος της απογείωσηςпредельная - см. критическая -тяжёлая - см. гравитационная -2. (полужидкое вещество, смесь) о πολτός 3. (эл., элн.) η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική μάζα 4. (большое количество) о μεγάλος αριθμός, η μεγάλη ποσότητα, ο όγκος, ο σωρός 5. (вещество, материал) η μάζα, το υλικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масса
-
20 массив
ο όγκος, η ογκώδης κατασκευή· бетонный - του σκυροδέματοςжилищный - η συνοικία, το πλήθος ομοιότυπων πολυκατοικιώνлесной - η δασώδης περιοχή, η δασική έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > массив
См. также в других словарях:
ὄγκος — 1 barb masc nom sg ὄγκος 2 bulk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄγκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
όγκος — ο 1. ο χώρος που καταλαμβάνει σώμα στερεό, υγρό ή αέριο. 2. το ίδιο το σώμα που πιάνει χώρο. 3. μεγάλο ποσό ή πλήθος: Όγκος κρέατος, παχύσαρκος. 4. μτφ., κύρος, βαρύτητα, σπουδαιότητα: Ο όγκος της εργασίας είναι αβάσταχτος. 5. (ιατρ.) το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμομοριακός όγκος — Ο όγκος που καταλαμβάνουν τα 6,023x1023 μόρια ενός αερίου που σε πρότυπες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης (θ = 0°C, Ρ = 1 ατμ.) είναι 22,4 λίτρα … Dictionary of Greek
αγγειολιθικός όγκος ή αγγειόλιθος — Λίθος από ασβεστολιθικά άλατα που σχηματίζεται σε κάποιο αγγείο και μπορεί να προκαλέσει έμφραξη … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ὄγκω — ὄγκος 1 barb masc nom/voc/acc dual ὄγκος 1 barb masc gen sg (doric aeolic) ὄγκος 2 bulk masc nom/voc/acc dual ὄγκος 2 bulk masc gen sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… … Dictionary of Greek
ὄγκοι — ὄγκος 1 barb masc nom/voc pl ὄγκος 2 bulk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκοις — ὄγκος 1 barb masc dat pl ὄγκος 2 bulk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)