-
1 злокачественный
злокачественный κακοήθης \злокачественныйая опухоль о κακοήθης όγκος* * *злока́чественная о́пухоль — ο κακοήθης όγκος
-
2 злокачественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. κακοήθης•-ая опухоль κακοήθης όγκος•
-ая лихорадка κακοήθης πυρετός.
2. παλ. μοχθηρός, κακεντρεχής. -
3 опухоль
опухоль ж о όγκος, το πρήξιμο· злокачественная \опухоль о κακοήθης όγκος* * *жο όγκος, το πρήξιμοзлока́чественная о́пухоль — ο κακοήθης όγκος
-
4 злокачественный
злокачественн||ыйприл κακοήθης:\злокачественныйая опухоль ὁ κακοήθης δγκος. -
5 злокачественность
мед. η κακοήθης μορφή (της νόσου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > злокачественность
-
6 опухоль
ο όγκος, το εξόγκωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опухоль
-
7 гадкий
гадкийприл σιχαμένος, κακοήθης, αίσχρός:\гадкий человек ὁ παληάνθρωπος· \гадкий поступок ἡ αίσχρή πράξη, ἡ κακοήθεια. -
8 негодяй
негодяйм ὁ παλιάνθρωπος, ὁ ἀλιτήριος, ὁ ἀχρείος, ὁ κακοήθης. -
9 нечестный
нечестн||ыйприл ἀτιμος, κακοήθης, ἀισχρός:\нечестныйый человек ὁ ἄτιμος ἄνθρωπος· \нечестныйый поступок ἡ αίσχρή πράξη [-ις], ἡ ἀτιμία. -
10 опухоль
опухольж ὁ ὀγκος, τό πρήξιμο, τό ἐξόγκωμα:жировая \опухоль τό στεάτωμα· злокачественная \опухоль ὁ κακοήθης ὀγκος. -
11 паршивый
парш||ивыйприл1. (покрытый паршой) ψωριάρικος, κασίδης, κασιδιάρης·2. (дрянной) разг κακοήθης, βρωμιἀρης:\паршивыйивый мальчишка τό παλιόπαιδο· ◊ \паршивыйи́вая овца все ст£до портит посл. δνα ψωριάρικο πρόβατο χαλδ ὅλο τό κοπάδι. -
12 похабный
похабныйприл χυδαίος, αίσχρός, κακοήθης. -
13 злокачественный
[ζλαγκάτσιστβιννυϊ] εκ. κακοήθης -
14 злокачественный
[ζλαγκάτσιστβιννυϊ] επ κακοήθης -
15 беспутник
-а α. –ца, -ы θ.(παλ.) αχρείος, -α, κακοήθης, ακόλαστος, ρυπαρός. -
16 греховодник
-а α., -ца, -ы θ.αμαρτωλός• κακοήθης, ακόλαστος. || (απλ.) άταχτο παιδί. -
17 ёж
ежа α.1. σκαντζόχοιρος, ακανθόχοιρος, εχίνος ο χερσαίος•ёж свернулся в клубок ο σκαντζόχοιρος μαζεύτηκε κουβάρι.
|| κακός, δηκτικός, κακοήθης.2. αντιαοματικοι σιδερένιοι, πάσσαλοι μπηγμένοι στη γη.3. επίρ. ежом σαν τον σκαντζόχοιρο.εκφρ.морской ёж – αχινός. -
18 злобный
επ., βρ: -бен, бна, -бно κακός, μοχθηρός, μνησίκακος• κακοήθης•злобный взгляд μοχθηρό βλέμμα•
злобный человек μοχθηρός άνθρωπος•
-ая улыбка πικρό χαμόγελο•
злобный враг βαμμένος εχθρός.
-
19 злокачественность
-и θ.κακοήθης μορφή νόσου. -
20 исковерканный
επ. από μτχ.1. τσακισμένος, παραμορφωμένος.2. ανακριβής, εσφαλμένος, διαστρεβλωμένος. || διεφθαρμένος (ηθικά), κακοήθης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κακοήθης — ill disposed masc/fem acc pl (attic epic doric) κακοήθης ill disposed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κακοήθης ill disposed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
κακοήθης υπερθερμία — Γενετική διαταραχή που προκαλεί ισχυρές μυϊκές συσπάσεις και επικίνδυνα υψηλό πυρετό, όταν στον ασθενή χορηγούνται αναισθητικά αέρια πριν από μια εγχείρηση … Dictionary of Greek
κακοήθης, -ης, κακόηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει κακό ήθος, ανήθικος, φαύλος, αυτός που γίνεται όχι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο: Αυτό αποτελεί κακοήθη συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοηθέστερον — κακοήθης ill disposed adverbial comp κακοήθης ill disposed masc acc comp sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθει — κακοήθης ill disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κακοήθης ill disposed masc/fem/neut dat sg κακοήθεϊ , κακοήθης ill disposed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθη — κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κακοήθης ill disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κακοήθης ill disposed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθεστάτων — κακοήθης ill disposed fem gen superl pl κακοήθης ill disposed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθεστέρων — κακοήθης ill disposed fem gen comp pl κακοήθης ill disposed masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθέστατα — κακοήθης ill disposed adverbial superl κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθέστατον — κακοήθης ill disposed masc acc superl sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)