-
1 ωτικός
-
2 ὠτικός
-
3 ὠτικός
ὠτικός, vom Ohre, zum Ohre gehörig, κλυστῆρες ὠτικοί, Ohrenspritzen, Paul. Aeg.
-
4 ὠτικός
-
5 ὠτικός
ὠτικός, vom Ohre, zum Ohre gehörig; κλυστῆρες ὠτικοί, Ohrenspritzen -
6 ωτικός
η, ό[ν] ушной -
7 ωτικά
ὠτικόςof: neut nom /voc /acc plὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc /acc dualὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 ὠτικά
ὠτικόςof: neut nom /voc /acc plὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc /acc dualὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ωτικών
-
10 ὠτικῶν
-
11 ωτικόν
-
12 ὠτικόν
-
13 oticus
ōticus, a, um (ὠτικός), für die Ohren bestimmt, Ohren-, clyster, Ohrenspritze, Cael. Aur. de morb. chron. 2, 1, 23.
-
14 ушнби
ушн||би́прил ὠτιαίος, ὠτικός:\ушнбиая раковина τό πτερύγιο τοῦ ὠτός (τοῦ αὐτιοῦ)· \ушнбио́е зеркало τό ὠτοσκόπιο[ν]· \ушнбио́й врач см. ушник· \ушнбиые болезни οἱ παθήσεις τῶν αὐτιών \ушнбиа́я боль ὁ πόνος τοῦ αὐ-τιοῦ, ἡ ὠταλγία. -
15 ωτικής
-
16 ὠτικῆς
-
17 ωτικαί
-
18 ὠτικαί
-
19 ωτικοίς
-
20 ὠτικοῖς
См. также в других словарях:
ὠτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
τριπολιτσ(ι)ώτικος — η, ο αυτός που παράγεται ή προέρχεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη):Τριπολιτσιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτικά — ὠτικός of neut nom/voc/acc pl ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc/acc dual ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικῶν — ὠτικός of fem gen pl ὠτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικαί — ὠτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῖς — ὠτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοί — ὠτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῦ — ὠτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικούς — ὠτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)