-
1 ушнби
ушн||би́прил ὠτιαίος, ὠτικός:\ушнбиая раковина τό πτερύγιο τοῦ ὠτός (τοῦ αὐτιοῦ)· \ушнбио́е зеркало τό ὠτοσκόπιο[ν]· \ушнбио́й врач см. ушник· \ушнбиые болезни οἱ παθήσεις τῶν αὐτιών \ушнбиа́я боль ὁ πόνος τοῦ αὐ-τιοῦ, ἡ ὠταλγία. -
2 ушной
επ.του αυτιού, ωτικός•-ая раковина η κόγχη του αυτιού•
-ая боль πόνος του αυτιού•
ушной врач ωτολόγος (γιατρός).
См. также в других словарях:
ὠτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
τριπολιτσ(ι)ώτικος — η, ο αυτός που παράγεται ή προέρχεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη):Τριπολιτσιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτικά — ὠτικός of neut nom/voc/acc pl ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc/acc dual ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικῶν — ὠτικός of fem gen pl ὠτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικαί — ὠτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῖς — ὠτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοί — ὠτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῦ — ὠτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικούς — ὠτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)