-
1 ωραίος
[орэос] εκ. красивый, прекрасный, превосходный, отличный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ωραίος
-
2 живописный
-
3 красивый
-
4 нарядный
-
5 прекрасный
прекрасный 1) (красивый) ωραίος, όμορφος 2) (отличный) έξοχος, υπέροχος* * *1) ( красивый) ωραίος, όμορφος2) ( отличный) έξοχος, υπέροχος -
6 пригожий
επ., βρ: -гож, -а, -е.1. (διαλκ.) ωραίος, όμορφος ευειδής.2. (για καιρό)• ωραίος•пригожий день ωραία μέρα.
3. ως κατηγ. είναι χρήσιμος ταιριάζει. -
7 красивый
краси́в||ыйприл ὀμορφος, ὠραϊος, ἐέμορφος· ◊\красивыйые слова οἱ ὠραία λόγια· \красивыйый жест ἡ εὐγενική χειρονομία. -
8 прекрасный
прекрасн||ыйприл1. (красивый) ὠραίος, θαυμάσιος, ὠραιότατος, πεντάμορφος:\прекрасныйое лицо́ τό ὠραιότατο πρόσωπο·2. (отличный) ἐξαίρετος, ἐξαιρετικός, Ιξοχος, ἄριστος:\прекрасныйый обед τό ἐξαίρετο γεῦμα· ◊ в одно́ \прекрасныйое утро μιαν ὠραία πρωία· \прекрасныйый пол τό ὠραίο φῦλο. -
9 античный
επ.1. αρχαίος (αρχαιοελληνικός, ρωμαϊκός).2. ωραίος, όμορφος (όπως τα αρχαία αγάλματα)•античный нос όμορφη μύτη•
-ое лицо όμορφο πρόσωπο•
античный профиль ωραίο προφίλ.
-
10 бельэтаж
-а α.1. ο ωραίος όροφος έπαυλης, ο δεύτερος όροφος, ο μεσόροφος.2. ο πρώτος εξώστης θεάτρου από την πλατεία. -
11 благовидный
επ. βρ: -ден, -дна -дно1. ευειδής, όμορφος, ωραίος.2. εύσχημος, ευλογοφανής•уйти под -ым предлогом φεύγω με εύσχημο τρόπο.
-
12 благообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноόμορφος, εύμορφος, ωραίος, ευειδής. -
13 взрачный
επ.(διαλκ. κ. παλ.) όμορφος, εύμορφος, ωραίος, ευειδής. -
14 голословный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαβάαιμος, αστήριχτος, ωραίος μόνο στα λόγια•-ое обвинение αβάσιμη κατηγορία.
-
15 красивый
επ., βρ: -сив, -а, -о- όμορφος, ωραίος. || αρεστός, θελκτικός, συναρπαστικός. || ευχάριστος, αγλαός•-ая музыка ωραία μουσική•
-ая жизнь ωραία ζωή•
-ая фраза ωραία φράση.
-
16 красный
επ., βρ: -сен, -сни, -сно.1. κόκκινος, ερυθρός•-ое знамя κόκκινη σημαία•
-цвет κόκκινο χρώμα.
2. αριστερός (στις ιδέες).ουσ. ο αριστερός.3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•-ая девица όμορφο κορίτσι.
4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•красный день καθαρή μέρα.
5. παλ. τιμητικός, επίσημος.εκφρ.- ая Армия – Κόκκινος Στρατός•- ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•красный гриб – βλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•- ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•- ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•- ая икра – κόκκινο χαβιαρι•красный крест – ερυθρός σταυρός•общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•красный лес – βλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•- ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•красный товар – τα υφάσματα•- ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•-ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•- ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•-ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•под -ую шапку попасть ή угодить – παλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•красный фонарь – παλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•красный петух – βλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια. -
17 красочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. βαφικός•-ое производство η παραγωγή βαφών.
2. χρωματιστός, με χρώματα.3. μτφ. εκφραστικος, γλαφυρός• γραφικός• χαρακτηριστικός• ωραίος. -
18 миляга
-и α. κ. θ. (απλ.) χαριτωμένος, ωραίος, καλός, συμπαθητικός. -
19 наливной
επ.1. ρευστός, χυτός.2. του νερού του υγρού•-ая мельница υδρόμυλος, νερόμυλος•
-ое колесо υδραυλικός τροχός•
-ое судно δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο.
3. Με έκχυση.4. (για καρπούς) ώριμος, γινόμενος• ζουμερός.5. ωραίος, χυτός•-ые ножки χυτά πόδια•
-ые руки χυτά χέρια.
-
20 поэтический
επ.1. ποιητικός•-ое произведение ποιητικό έργο•
законы -ой речи κανόνες στιχουργικοί•
поэтический талант ποιητικό ταλέντο•
-ое вдохновление ποιητική έμπνευση.
2. ωραίος, όμορφος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὡραῖος — produced at the right season masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο επίρρ. α 1. όμορφος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση: Είναι ωραία γυναίκα. 2. το ουδ. ως ουσ., ωραίο σημαίνει την ιδιότητα των έργων της τέχνης να προκαλούν την αισθητική ηδονή, το καλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐν τῇ τῶν τυφλῶν πόλει καὶ ὁ ἑτερόφθαλμος ὡραῖος δ’ δοκεῖ. — См. В слепом царстве кривой царь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὡραῖον — ὡραῖος produced at the right season masc acc sg ὡραῖος produced at the right season neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραῖα — ὡραῖος produced at the right season neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραῖαι — ὡραῖος produced at the right season fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραῖε — ὡραῖος produced at the right season masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραῖοι — ὡραῖος produced at the right season masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia