-
1 почерк
-а α.γραφικός χαρακτήρας, γράψιμο, ιδιάζουσα γραφή•детский почерк παιδικός γραφικός χαρακτήρας•
чткий почерк καθαρός γραφικός χαρακτήρας•
неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.
εκφρ.(одним) -ом пера – βλ. έκφραση στη λ. росчерк. -
2 живописный
-
3 почерк
-
4 почерк
ο γραφικός χαρακτήρας, η γραφή, το γράψιμοразборчивым - ом με καθαρό/ευδιάκριτο γραφικό χαρακτήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > почерк
-
5 способ
ο τρόπος, η μέθοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > способ
-
6 графический
граф||и́ческийприл γραφικός. -
7 детекция
детекцияприл !. (относящийся к детям) παιδικός / βρεφικός (младенческий):\детекцияие ясли ὁ βρεφικός σταθμός· \детекция сад ὁ παιδικός κήπος· \детекция дом -ό παιδικό ἄσυ-λο, τό ὁρφανοτροφείο· \детекция врач ὁ παιδίατρος·2. перен (ребяческий) παιδιάστικος, παιδαριώδης, παιδιακήσιος:\детекцияие рассуждения ὁΐ -Μδιάστικοι συλλογισμοί· \детекция почерк ὁ -αιδιακήσιος γραφικός χαρακτήρας· ◊ \детекцияое место анат. ὁ πλα-κοῦς, τό ὕστερο[ν], -
8 живописный
живопи́с||ныйприл1. (относящийся к живописи) ζωγραφικός·2. (красивый) γραφικός. -
9 картинный
карти́н||ныйприл 1, τοῦ πίνακα, τής είκόνας, τής ζωγραφιάς:\картинныйная галерея ἡ πινακοθήκη·2. (живописный) γραφικός:\картинныйная поза ἡ γραφική πόζα. -
10 корявый
коряв||ыйприл1. (искривленный) στραβός, στρεβλός·2. (загрубевший, шероховатый) ροζιασμένος:\корявыйые руки τά ροζιασμένα χέρια·3. (о лице) βλογιοκομμένος'4. (топорный, неумелый) ἀδέξιος, κακότεχνος:\корявый стиль τό κακότεχνο ὕφος· \корявый почерк ἀδέξιος γραφικός χαρακτήρας. -
11 косой
кос||ойпри л.1. λοξός, πλάγιος / ἐπικλινής, κεκλιμένος (наклонный):\косой дождь ἡ λοξή βροχή· \косой почерк ὁ λοξός γραφικός χαρακτήρας·2. (о глазах) ἀλλοί-θωρος·3. перен (недружелюбный):\косой взгляд τό λοξό βλέμμα, ΤΟ στραβοκοί-ταγμα1 бросать \косойые взгляды ρίχνω λοξές ματιές, στραβοκοιτάζὠ ◊ \косойая сажень в плечах разг ὁ λεβέντης. -
12 красочностьый
красочность||ыйприл ζωηρός, γλαφυρός / γραφικός (живописный). -
13 нечеткий
нечетк||ийприл δυσανάγνωστος (о написанном)/ μή καθαρός (о произношении)/ перен ἄτακτος, ἀκατάστατος (о работе)/ ἀόριστος, ἀσαφής (о мысли и т. п.):\нечеткий почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας. -
14 плохой
плох||о́йприл κακός, ἀσχημος:\плохойая видимость ἡ κακή ὀρατότητα [-ης]· \плохойо́е здоровье ἡ κλονισμένη ὑγεία· \плохойо́е настроение ἡ κακοδιαθεσία, ἡ κακή διάθεση, ἡ κακοκεφιά· \плохойая пища ἡ κακή τροφή· \плохой почерк ὁ δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας· \плохой£я привычка ἡ ἀσχημη συνήθεια· \плохой человек κακός (или ἀνάποδος) ἄνθρωπος· он о́чень плох εἶναι σέ κακό χάλι, εἶναι πολύ ἄσχημα· его́ дела плохи οἱ δουλειές του πηγαίν-ιον ἄσχημα· ◊ с иим шутки плохи разг δέν χωρατεύει, δέν σηκώνει χωρατά, δέν ἀστειεύεται. -
15 почерк
почеркм τό γράψιμο, ὁ γραφικός χαρακτήρας, ἡ γραφή:неразборчивый \почерк τό δυσανάγνωστο γράψιμο. -
16 рука
рук||аж1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά. -
17 красочный
[κράσατσνυΐ] εκ. γραφικός -
18 graphical estimator
French\ \ estimateur graphiqueGerman\ \ graphische SchätzungDutch\ \ grafische schatterItalian\ \ stimatore graficoSpanish\ \ estimador gráficoCatalan\ \ estimador gràficPortuguese\ \ estimador gráficoRomanian\ \ -Danish\ \ grafiskestimatorNorwegian\ \ -Swedish\ \ grafisk estimatorGreek\ \ γραφικός εκτιμητήςFinnish\ \ graafinen estimaattoriHungarian\ \ grafikus becslésTurkish\ \ grafiksel tahminleyiciEstonian\ \ graafiline hinnangufunktsioonLithuanian\ \ grafinis įvertinysSlovenian\ \ -Polish\ \ estymator graficznyRussian\ \ графическая оценкаUkrainian\ \ графічний метод оцінюванняSerbian\ \ -Icelandic\ \ grafísku umferđarmćlirinnEuskara\ \ grafikoa zenbatesleFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مقدر بيانيAfrikaans\ \ grafiese beramerChinese\ \ 图 解 估 计 量Korean\ \ 그래프 추정량 -
19 красочный
[κράσατσνυϊ] επ γραφικός -
20 графический
επ.γραφικός. || ιχνογραφικός, σχεδιογραφικός.
См. также в других словарях:
γραφικός — capable of drawing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη γραφή: Αυτός δεν είναι ο γραφικός μου χαρακτήρας. 2. αυτός που αναφέρεται στη ζωγραφική απεικόνιση: Γραφικές τέχνες. 3. αυτός που έχει ιδιαίτερη παρουσία, παραστατικός: Περάσαμε τις γιορτές σ’ ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραφικά — γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc pl γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc/acc dual γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικώτερον — γραφικός capable of drawing adverbial comp γραφικός capable of drawing masc acc comp sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικῶν — γραφικός capable of drawing fem gen pl γραφικός capable of drawing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικόν — γραφικός capable of drawing masc acc sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικώτατα — γραφικός capable of drawing adverbial superl γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικαῖς — γραφικός capable of drawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικαί — γραφικός capable of drawing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικοῖο — γραφικός capable of drawing masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)