-
41 ψῡχαγωγός
ψῡχ-αγωγός, (1) abgeschiedene Seelen leitend, führend, bes. Beiwort des Hermes, der sie in die Unterwelt hinabführt. Aber auch die abgeschiedenen Seelen durch Opfer und Bannformeln heraufbeschwörend, Geister beschwörend; auch sie durch Opfer u. vgl. besänftigend, versöhnend; (2) die Seelen der Lebenden lenkend, an sich ziehend, gewinnend, einnehmend, erfreuend, unterhaltend, auch tröstend, und im schlimmen Sinne, täuschend; (3) Seelenverkäuferei treibend, ὁ ψυχαγ., der Seelenverkäufer, wie ἀνδραποδιστής, der Kinder raubt, um sie zu verkaufen -
42 ψῡχαπάτης
ψῡχ-απάτης, ὁ, der Seelen täuscht, betrügt, aber auch der Seelen vergnügt, herzerfreuend -
43 ψῡχάρπαξ
ψῡχ-άρπαξ, αγος, ὁ, Seelenräuber -
44 ψῡχεμπορικός
ψῡχ-εμ-πορικός, ή, όν, den Seelenverkäufer, den Seelenverkauf betreffend, dazu gehörig; dah. ἡ ψυχεμπορική, sc. τέχνη, die Seelenverkäuferei; aber auch der Handel mit geistiger Ware -
45 ψῡχέμπορος
ψῡχ-έμ-πορος, mit Seelen, Menschen handelnd, Seelenverkäufer -
46 ψῡχόλεθρος
ψῡχ-όλεθρος, seelenverderbend; ὁ ψυχόλεϑρος, das Seelenverderben -
47 ψῡχωφέλεια
ψῡχ-ωφέλεια, ἡ, Nutzen für den Geist -
48 ψῡχωφελής
ψῡχ-ωφελής, ές, dem Geiste nützend, ihn stärkend -
49 ψυχή
η1) душа;τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;
αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;
2) храбрость, мужество, смелость, отвага;τό λέει η ψυχή του — он храбрый;
αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;
3) бодрый дух, энергия;αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;
4) душа, человек;τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;
ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;
δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);
ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;
οΰτε ψυχ! — ни души!;
5) бабочка, мотылёк;§ ψυχ
της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);, αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;
πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;
πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;
όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;
μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;
δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;
στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;
εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;
με όλη μου την ψυχή — всей душой;
τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;
με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг); — б) со всей энергией, изо всех сил;
με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;
ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);
καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);
ψυχ μου! — душа моя!;
τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;
δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;
≈ глаза — зеркало души -
50 ψυχαγωγεω
1) ( о Гермесе) вести души усопших (в царство теней)(τῷ Πλούτωνι Luc.)
2) вызывать души чарамиτοὺς τεθνεῶτας ψ. Plat. — вызывать души умерших
3) обольщать, очаровывать, пленять, увлекать(πολλοὺς τῶν ζώντων Plat.; τοὺς ἀκούοντας Isocr.)
ἐψυχαγώγησάν τινα ὥστε συναποχωρῆσαι μεθ΄ ἑαυτῶν Polyb. — они соблазнили кое-кого отправиться вместе с ними;ψυχαγωγεῖσθαι ὑπό τινος Plat., τινι Dem., ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Luc. — увлекаться (развлекаться, пленяться) чем-л. -
51 ψυχαγωγικος
-
52 ψυχαγωγος
I3вызывающий души усопших(γόοι Aesch.)
IIὅ психагог, чародей, вызывающий души из царства теней Eur., Plut. -
53 ψυχαλγης
-
54 ψυχαπατης
-
55 ψυχεμπορικη
-
56 ковка
ковкаж1. (металла) ἡ σφυρηλασία, ἡ σφυρηλάτηση [-ις]:холодная \ковка ἡ ψυχ-ρηλασία·2. (лошадей) τό πετάλωμα. -
57 кошка
ко́шк||аж ἡ γάτα, ἡ γαλή· ◊ жить как \кошка с собакой разг τά πηγαίνομε σάν τόν σκύλο μέ τή γάτα· у меня \кошкаи скребу́т на сердце разг εἶμαι βαριά ἡ καρδιά μου, εἶμαι στενοχωρημένος· играть в \кошкаи-мышки παίζω σάν τή γάτα μέ τό ποντίκι· ночью все \кошкаи серы погов. λυχνίας σβεσθείσης πἄσα γυνή ὀμοία· зни́ет \кошка, чье мясо съела погов. ^ ὀποιος ἐσκάρωσε τή δουλειά ξέρει τί ἐφτιαξε· черная \кошка пробежала между ними ψυχ-ράθηκαν ὁ£ σχέσεις τους. -
58 натянутость
натянут||остьж ἡ ἔνταση [-ις] / ἡ ψυχ-ρότητα [-ης] (холодность). -
59 нелюбезный
нелюбезныйприл ἀπροσηγορος, ψυχ· ρός, ἀπότομος / ἀγενής (невежливый):\нелюбезный ответ ἡ ἀγενής (или αὐθάδης) ἀπἀντηση. -
60 διάχυσις
A diffusion, Hp.Vict.2.60, Pl.Cra. 419c; extension, Plu.2.771b; spreading,γῆς Gp.5.25.2
; δ. λιμνώδη λαμβάνειν to spread out like a lake, Plu.Mar.37.3 softening, ib.4.12.2.III relaxation,συστολαὶ καὶ δ. Epicur.Fr. 410
, cf. Chrysipp.Stoic.3.119;τὰς ἐπὶ σαρκὶ τῆς ψυχ ¯ ῆς δ. Epicur.
l.c., cf. Aret.SD1.5; cheerfulness,ψυχῆς Sor.1.97
; merriment, Plu.Cat.Mi.46, Hierocl.p.54A., Hdn.Fig.p.92 S.; ridicule, Phld.Lib.p.37O.; cheerful expression, Plu.Dem.25.IV δ. ὀμμάτων 'melting' look, Id.2.335c.V = δελφίνιον, Ps.-Dsc. 3.73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάχυσις
См. также в других словарях:
ψυχ(ο)- — ΝΜΑ βλ. ψυχή … Dictionary of Greek
ψυχ(ο)- — ως πρώτο συνθετικό λέξεων δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση με την ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος … Dictionary of Greek
ίωση — ἡ ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. ωση, χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
θαλαμανθή — τα πρωτόγονα δικοτυλήδονα φυτά, με ανθικά μόρια τοποθετημένα χωριστά σε κυρτή ανθοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ανθής (< άνθος), πρβλ. ψυχ ανθή] … Dictionary of Greek
θαλαττικός — θαλαττικός, ή, όν (Α) θαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαττα, αττ. τ. τού θάλασσα + κατάλ. ικός, πρβλ. παιδ ικός, ψυχ ικός] … Dictionary of Greek