-
1 ковка
ковкаж1. (металла) ἡ σφυρηλασία, ἡ σφυρηλάτηση [-ις]:холодная \ковка ἡ ψυχ-ρηλασία·2. (лошадей) τό πετάλωμα. -
2 кошка
ко́шк||аж ἡ γάτα, ἡ γαλή· ◊ жить как \кошка с собакой разг τά πηγαίνομε σάν τόν σκύλο μέ τή γάτα· у меня \кошкаи скребу́т на сердце разг εἶμαι βαριά ἡ καρδιά μου, εἶμαι στενοχωρημένος· играть в \кошкаи-мышки παίζω σάν τή γάτα μέ τό ποντίκι· ночью все \кошкаи серы погов. λυχνίας σβεσθείσης πἄσα γυνή ὀμοία· зни́ет \кошка, чье мясо съела погов. ^ ὀποιος ἐσκάρωσε τή δουλειά ξέρει τί ἐφτιαξε· черная \кошка пробежала между ними ψυχ-ράθηκαν ὁ£ σχέσεις τους. -
3 натянутость
натянут||остьж ἡ ἔνταση [-ις] / ἡ ψυχ-ρότητα [-ης] (холодность). -
4 нелюбезный
нелюбезныйприл ἀπροσηγορος, ψυχ· ρός, ἀπότομος / ἀγενής (невежливый):\нелюбезный ответ ἡ ἀγενής (или αὐθάδης) ἀπἀντηση.
См. также в других словарях:
ψυχ(ο)- — ΝΜΑ βλ. ψυχή … Dictionary of Greek
ψυχ(ο)- — ως πρώτο συνθετικό λέξεων δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση με την ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος … Dictionary of Greek
ίωση — ἡ ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. ωση, χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
θαλαμανθή — τα πρωτόγονα δικοτυλήδονα φυτά, με ανθικά μόρια τοποθετημένα χωριστά σε κυρτή ανθοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ανθής (< άνθος), πρβλ. ψυχ ανθή] … Dictionary of Greek
θαλαττικός — θαλαττικός, ή, όν (Α) θαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαττα, αττ. τ. τού θάλασσα + κατάλ. ικός, πρβλ. παιδ ικός, ψυχ ικός] … Dictionary of Greek