-
1 ψιλότης
2 baldness, Id.Galb.27: pl., Artem.1.21.3 smoothness, of a woman's body, Plu.2.651a; opp. τραχύτης, ib. 979a; opp. δασύτης, Arist.HA 499a11.2 the spiritus lenis, Plb.10.47.10 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλότης
-
2 ψιλοκέραμος
A glazed tiles,κεραμῶσαι τῆς στοᾶς μεταστύλια ἓξ ψιλοκεράμῳ Inscr.Délos 366
A33, cf. 462A19 (ii B. C.), but [suff] ψῑλο-κέρᾰμον = suggrunda (i. e. eaves), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλοκέραμος
-
3 κόρση
Grammatical information: f.Meaning: `temple, hair on the t.', metaph. `parapets etc.' (Il.; in Att. expressions πατάσσειν, τύπτειν, ῥαπίζειν ἐπὶ κόρρης; where prose has κρόταφος).Compounds: Compp. πυρσόκορσος "with red temples(hair)", i. e. `with red manes' ( λέων; A. Fr. 110), ψιλο-κόρσης m. `bald-headed' (Call., Hdn.); κορσο-ειδής ( λίθος) "with the colour of the temples", i. e. `gray' (Plin.; cf. MGr. κορσίτης; Redard Les noms grecs en - της 56), Κορρί-μαχος (Thess.; Kretschmer Glotta 2, 350).Etymology: Prob. as subst. adj. "shaven place" to κορσός *`shaven' (after H. = κορμός), with σ-ο-suffix to κείρειν; cf. esp. κορσοῦν κείρειν H., ἀ-κερσε-κόμης and κουρά (s. v.). This interpretation goes back to antiquity, e. g. Poll. 2, 32: καὶ κόρσας τινες ἐκάλεσαν τὰς τρίχας διὰ τὸ κείρεσθαι; it was in recent times defended by Wackernagel KZ 29, 128 and Schwyzer 285. Only `hair' is not the original meaning, but a poetic metaphor; we have to start from `haircut (a the side of the head)', s. Frisk GHÅ 57: 4, 14ff. with many parallels. - Not (s. Bq) to κέρας. To be rejected also J. Schmidt Pluralbild. 374 ; Forbes Glotta 36, 258ff. (to κρόταφος). Cf. K. Forbes, Glotta 36 (1958) 191-205.Page in Frisk: 1,923Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρση
См. также в других словарях:
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek