-
1 ψηττάδιον
-
2 ψητταδιον
См. также в других словарях:
ψηττάριον — και ψηττάδιον, τὸ, Α υποκορ. τ. τού ψῆττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + υποκορ, κατάλ. άριον / άδιον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
1 ψηττάδιον
2 ψητταδιον
ψηττάριον — και ψηττάδιον, τὸ, Α υποκορ. τ. τού ψῆττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + υποκορ, κατάλ. άριον / άδιον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek