-
1 ψάγιος
1 crooked, distorted met.μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων N. 7.69
-
2 ψάγιος
A oblique, askew, metaph., mal à propos, blundering, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον (sic codd. vett.)ὄαρον ἐννέπων Pi.N.7.69
: [full] ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον, Hsch.; [full] ψάδιον· κάταντες, Id. -
3 ψάγιον
ψάγιοςoblique: masc acc sgψάγιοςoblique: neut nom /voc /acc sg -
4 ψιλίοις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλίοις
-
5 ὄαρος
AΘέμιστι.. ὀάρους ὀαρίζει h.Hom.23.3
; ἐμοὺςὀάρους καὶ μήτιας h.Ven. 249
;παρθένιοι ὄ. Hes.Th. 205
;ὄ. νυμφᾶν Call.Lav.Pall.66
: generally, converse, discourse, Emp.21.1 ;οἱ γὰρ ὄ. λόγοι εἰσί Pl.Min. 319e
; lectures, Call.Fr.9e P.2 song, ditty, Pi.P.4.137 ; ψάγιος ὄ. an oblique, i. e. biassed, song, Id.N.7.69 : pl., Id.P.1.98, N.3.11 : in later Poets mostly of lovers,ὄ. εὐναῖοι AP9.362.16
; Κυπρίδιοι ib.10.68 (Agath.), Musae.132, etc.
См. также в других словарях:
ψάγιος — ία, ον, Α 1. πλάγιος, επικλινής 2. μτφ. ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού επιθ. οδηγεί στο επίθ. πλάγιος. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους] … Dictionary of Greek
ψάγιον — ψάγιος oblique masc acc sg ψάγιος oblique neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάδιος — ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (κυρίως το ουδ.) ψάδιον «κάταντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με το επίθ. ψάγιος*] … Dictionary of Greek
όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… … Dictionary of Greek