Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὄᾰρ-ος

См. также в других словарях:

  • όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… …   Dictionary of Greek

  • ὄαρ — wife fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀάρεσσι — ὄαρ wife fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀάρων — ὄαρ wife fem gen pl ὄαρος converse masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄαρας — ὄαρ wife fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄαρες — ὄαρ wife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄαρι — ὄαρ wife fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄαρος — ὄαρ wife fem gen sg ὄαρος converse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρεσι — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσι , ὦρος sleep neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρεσιν — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσιν , ὦρος sleep neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρεσσι — ὄαρ wife fem dat pl (epic aeolic) ὤ̱ρεσσι , ὦρος sleep neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»