Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ψόγος

См. также в других словарях:

  • ψόγος — blamable fault masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγος — ο, ΝΑ μομφή, κατάκριση, κατηγορία αρχ. 1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι 2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.) β) «ψόγους ποιῶ» συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • ψόγοι — ψόγος blamable fault masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγοις — ψόγος blamable fault masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγοισι — ψόγος blamable fault masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγον — ψόγος blamable fault masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγου — ψόγος blamable fault masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγους — ψόγος blamable fault masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγων — ψόγος blamable fault masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγῳ — ψόγος blamable fault masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόψογος — κακόψογος, ον (Α) αυτός που ψέγει, με κακία που κατηγορεί με μοχθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψογος (< ψόγος), πρβλ. πολύ ψογος, φιλό ψογος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»