-
1 ψόγος
ψόγοςblamable fault: masc nom sg -
2 ψόγος
1 fault-findingσκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.61
-
3 ψόγος
II blame, censure,ὀνείδεα καὶ ψ. Xenoph.11.2
;σκοτεινὸς ψ. Pi.N.7.61
; , cf. E.Ph.94: pl.,ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant. 759
; οὐ ψιλῶ ψόγους κλύειν cj. for ψόφους in E. Ion 630; also in Com. and Prose, Ar.Th. 146, 895, etc.;τοῖς πέλας ψ. ἐπενεγκεῖν Th.1.70
, cf. 2.45;ψ. φέρειν Pl.Smp. 182a
;ψ. ἔχειν
to be blamed,Id.
Lg. 823b;ψ. ἀμουσίας ὑφέξοντα Id.R. 403c
: pl., lampoons,Id.
Lg. 829c, cf. Grg. 483c, al., Arist.Po. 1448b27;τὸ.. κάλλος καὶ ψ. πολλῶν γέμει Men.703
:—c. dat.,ἄλγος σοί, ψ. δὲ σῷ πατρί E.Hel. 987
. -
4 ψόγος
-ου ὁ N 2 1-0-1-1-2=5 Gn 37,2; Jer 20,10; Ps 30(31),14; 3 Mc 2,27; 3,7fault, censure -
5 ψόγοι
ψόγοςblamable fault: masc nom /voc pl -
6 ψόγοις
ψόγοςblamable fault: masc dat pl -
7 ψόγοισι
ψόγοςblamable fault: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
8 ψόγον
ψόγοςblamable fault: masc acc sg -
9 ψόγου
ψόγοςblamable fault: masc gen sg -
10 ψόγους
ψόγοςblamable fault: masc acc pl -
11 ψόγων
ψόγοςblamable fault: masc gen pl -
12 ψόγω
-
13 ψόγῳ
-
14 ψόγωι
ψόγῳ, ψόγοςblamable fault: masc dat sg -
15 εὐεπίψογος
εὐεπί-ψογος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπίψογος
-
16 εὐπερίψογος
εὐπερί-ψογος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπερίψογος
-
17 κακόψογος
κᾰκό-ψογος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόψογος
-
18 λαμπρύνω
A make bright or brilliant,τὸν ἵππον X.Eq.10.1
, cf. App.Anth.3.158; μὴ χρώμασιν ( ὄμμασιν codd. Stob.) τὸ σῶμα λ. deck with bright colours, Antiph.264; λαμπρύνει τὴν φωνήν (of garlic) makes the voice clear, Dsc.Eup.1.87:—[voice] Med., ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας polished their shields, X.HG7.5.20:—[voice] Pass., of a shield, to be polished or bright, Id.Lac.11.3; also εὕδουσα φρὴν ὄμμασιν λαμπρύνεται is lightened with eyes, A.Eu. 104;λελάμπρυνται κόρας S.Fr. 710
; also, to become manifest or notorious,ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος -ύνεται E.El. 1039
.II [voice] Med., make oneself splendid, pride oneself on a thing, ὄχοις καὶ στολῇ -ύνεται ib. 966;γένει Onos.1.22
; distinguish oneself in or by..,ὅσα.. χορηγίαις ἢ ἄλλῳ τῳ -ύνομαι Th.6.16
;μειρακίων -υνομένων ἐν ἅρμασιν Ar. Eq. 556
;λ. ἐν οἷς οὐ δεῖ Arist.EN 1122a33
, etc.;περὶ τὰς εὐωχίας Str. 14.1.20
;πολλὰ καὶ μεγάλα λαμπρυνάμενος πρὸς τὸ θεῖον Plu.Nic.26
;τὰ ἄλλα ἐλαμπρύνατο Id.Alex.70
;ἐπί τινι Philostr.VA2.43
;πολλὰ περὶ τῶν Μηδικῶν ἔργων Plu.2.870d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρύνω
-
19 πάμψογος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάμψογος
-
20 πολύψογος
πολύ-ψογος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύψογος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψόγος — blamable fault masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγος — ο, ΝΑ μομφή, κατάκριση, κατηγορία αρχ. 1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι 2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.) β) «ψόγους ποιῶ» συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek
ψόγοι — ψόγος blamable fault masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγοις — ψόγος blamable fault masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγοισι — ψόγος blamable fault masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγον — ψόγος blamable fault masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγου — ψόγος blamable fault masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγους — ψόγος blamable fault masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγων — ψόγος blamable fault masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγῳ — ψόγος blamable fault masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόψογος — κακόψογος, ον (Α) αυτός που ψέγει, με κακία που κατηγορεί με μοχθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψογος (< ψόγος), πρβλ. πολύ ψογος, φιλό ψογος] … Dictionary of Greek