Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψωριάρης

См. также в других словарях:

  • ψωριάρης, -α — και ισσα, ικο 1. ψωραλέος, αυτός που πάσχει από ψώρα. 2. αδύνατος, φτωχός, άθλιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωριάρης — α, ικο, Ν ψωραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κοκαλ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • υποψωρώδης — ῶδες, Α λίγο ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψωρώδης (< ψώρα)] …   Dictionary of Greek

  • φολλικώδης — ῶδες, Α [φόλλιξ, ικος] 1. πιθ. σπογγώδης, πορώδης 2. ψωριάρης …   Dictionary of Greek

  • χώρια — ΝΜ επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά νεοελλ. 1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα») 2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους β) «χώρια τα τσανάκια μας» ζούμε ή εργαζόμαστε ή,… …   Dictionary of Greek

  • ψωρίλος — και ψωρίλας, ο, Ν ειρων. ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. ίλος (πρβλ. οργ ίλος)] …   Dictionary of Greek

  • ψωρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. ψωρίτισσα, Ν νεοελλ. ψωριάρης αρχ. φρ. «ψωρίτης λίθος» πωρόλιθος (Κυραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + επίθημα ίτης* (πρβλ. λυχν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ψωραλέος — α, ο / ψωραλέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.) νεοελλ. 1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα αρχ. (για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»