-
1 ψωριάρης
ο, ψωριάρα и ψωριάρισσα η1) чесоточный больной; 2) заморыш; 3) оборванец, голодранец; 4) гордец -
2 ψωριάρης
[псорьарис] εκ. (ιατρ.) паршивый, хилый, чахлый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψωριάρης
-
3 ψωριάρης
[псорьарис] επ (ιατρ) паршивый, хилый, чахлый. -
4 Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
• Все вместе, а шелудивый врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
-
5 чесоточный
чесот||очныйприл ψωριασμένος:\чесоточныйочный больной ὁ ψωριάρης, ὁ ψωραλέος. -
6 шелудивый
шелудивыйприл разг ψωριάρικος, ψωραλέος, ψωριάρης. -
7 χώρια
επίρρ.1) отдельно, раздельно; врозь, порознь; в отдельности; 2) не считая, без;§ είναι σαράντα χρονών χώρια τα καλοκαίρια — лет ему мало, а живёт давно (о людях, скрывающих свой возраст);
όλοι όλοι αντάμα κι' ο ψωριάρης χώρια — погов, все вместе, а шелудивый врозь
-
8 ψωραλέος
α, ο[ν] 1.1) чесоточный; 2) шелудивый (о животном); 3) хилый, тощий; 4) жалкий, убогий; 5) см. ψωροπερήφανος; 2. (ο) см. ψωριάρης -
9 ψωρίτης
ο, ψωρίτισσα η см. ψωριάρης 1, 2, 4 -
10 scabby
adjective ψωριάρης -
11 паршивец
-вца α.-ка, -и θ. (απλ.,υ βρ:) ψωριάρης, -ρα, ψωραλέος, -έα. -
12 паршивый
επ.ψωριάρης, -ικος, ψωραλέος. || μτφ. άσχημος, άθλιος•-ая погода άθλιος καιρός, παλιόκαιρος — человек άθλιος άνθρωπος, παλιάνθρωπος.
-
13 шелудивый
επ., βρ: -див, -а, -оσπυριάρης • ψωριάρης.
См. также в других словарях:
ψωριάρης, -α — και ισσα, ικο 1. ψωραλέος, αυτός που πάσχει από ψώρα. 2. αδύνατος, φτωχός, άθλιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωριάρης — α, ικο, Ν ψωραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κοκαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
υποψωρώδης — ῶδες, Α λίγο ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψωρώδης (< ψώρα)] … Dictionary of Greek
φολλικώδης — ῶδες, Α [φόλλιξ, ικος] 1. πιθ. σπογγώδης, πορώδης 2. ψωριάρης … Dictionary of Greek
χώρια — ΝΜ επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά νεοελλ. 1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα») 2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους β) «χώρια τα τσανάκια μας» ζούμε ή εργαζόμαστε ή,… … Dictionary of Greek
ψωρίλος — και ψωρίλας, ο, Ν ειρων. ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. ίλος (πρβλ. οργ ίλος)] … Dictionary of Greek
ψωρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. ψωρίτισσα, Ν νεοελλ. ψωριάρης αρχ. φρ. «ψωρίτης λίθος» πωρόλιθος (Κυραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + επίθημα ίτης* (πρβλ. λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
ψωραλέος — α, ο / ψωραλέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.) νεοελλ. 1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα αρχ. (για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με… … Dictionary of Greek
ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] … Dictionary of Greek