-
1 ψωραλεος
-
2 ψωραλέος
-
3 ψωραλέος
ψωραλέοςitchy: masc nom sg -
4 ψωραλέος,
ψωραλέος, u. ψωραλόεις, εσσα, εν, krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Tieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes. Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend -
5 ψωραλέος
α, ο[ν] 1.1) чесоточный; 2) шелудивый (о животном); 3) хилый, тощий; 4) жалкий, убогий; 5) см. ψωροπερήφανος; 2. (ο) см. ψωριάρης -
6 ψωραλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψωραλέος
-
7 ψωραλέα
ψωραλέοςitchy: neut nom /voc /acc plψωραλέᾱ, ψωραλέοςitchy: fem nom /voc /acc dualψωραλέᾱ, ψωραλέοςitchy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
8 ψωραλέον
ψωραλέοςitchy: masc acc sgψωραλέοςitchy: neut nom /voc /acc sg -
9 ψωραλέων
ψωραλέοςitchy: masc /neut gen pl -
10 ψωραλόεις
ψωραλέος, u. ψωραλόεις, εσσα, εν, krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Tieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes. Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend -
11 uyuzlu
ψωραλέος, ψωριασμένος -
12 ψωραλέας
ψωραλέᾱς, ψωραλέοςitchy: fem acc plψωραλέᾱς, ψωραλέοςitchy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 чесоточный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чесоточный
-
14 чесоточный
чесот||очныйприл ψωριασμένος:\чесоточныйочный больной ὁ ψωριάρης, ὁ ψωραλέος. -
15 шелудивый
шелудивыйприл разг ψωριάρικος, ψωραλέος, ψωριάρης. -
16 ψωριάρικος
η, ο см. ψωραλέος;§ ένα ψωριάρικο πρόβατο χαλά όλο το κοπάδι — погов, паршивая овца всё стадо портит
-
17 паршивец
-вца α.-ка, -и θ. (απλ.,υ βρ:) ψωριάρης, -ρα, ψωραλέος, -έα. -
18 паршивый
επ.ψωριάρης, -ικος, ψωραλέος. || μτφ. άσχημος, άθλιος•-ая погода άθλιος καιρός, παλιόκαιρος — человек άθλιος άνθρωπος, παλιάνθρωπος.
-
19 ψωράριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψωράριος
-
20 Mangy
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mangy
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψωραλέος — itchy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωραλέος — α, ο / ψωραλέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.) νεοελλ. 1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα αρχ. (για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με… … Dictionary of Greek
ψωραλέος — α, ο 1. αυτός που πάσχει από ψώρα, ο ψωριάρης. 2. δυστυχής, πολύ φτωχός, αξιολύπητος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψωραλέα είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωραλέα — ψωραλέος itchy neut nom/voc/acc pl ψωραλέᾱ , ψωραλέος itchy fem nom/voc/acc dual ψωραλέᾱ , ψωραλέος itchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωραλέον — ψωραλέος itchy masc acc sg ψωραλέος itchy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωραλέων — ψωραλέος itchy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωραλέας — ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem acc pl ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού … Dictionary of Greek
ψωράριος — ία, ον, ΜΑ ψωραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. άριος (πρβλ. ἀποθηκ άριος)] … Dictionary of Greek
ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] … Dictionary of Greek