Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψωθίον

См. также в других словарях:

  • ψωθίον — τὸ, Α μικρό τεμάχιο, ψιχίο, ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω* / ψῆν «τρίβω», με δασύ επίθημα και κατάλ. ίον (πρβλ. κυτ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • ψωθίων — ψωθίον small crumb neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωθία — ἡ, Α ψωθίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη τού ψήω / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα και κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • ψωθία — ψωθίᾱ , ψωθία small crumb fem nom/voc/acc dual ψωθίᾱ , ψωθία small crumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ψωθίον small crumb neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»