Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ψυχὴν+οὐκ+ἄκρος

  • 1 ἄκρος

    ἄκρος, α, ον, (on the Root
    A v. ἀκή A) at the farthest point or end, hence either topmost, outermost, or inmost.
    1 highest, topmost,

    ἀκροτάτῃ κορυφῇ Il.1.499

    , al.; ἐν πόλει ἄκρῃ, = ἐν ἀκροπόλει, Il.6.88, cf. 257;

    ἄκρῳ Ὀλύμπῳ 13.523

    ;

    ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 14.352

    ; λάψοντες.. μέλαν ὕδωρ ἄκρον at its surface, 16.162; ἄκρον ῥινόν surface of skin, Od.22.278; ἐπ' ἄκρων ὀρέων o mountain tops, S.OT 1106: [comp] Sup.

    ἀκρότατος, ὔσδος Sapph.93.2

    ; ὀρόφοισι Orac. ap. Hdt.7.140.
    2 outermost, πεδίον ἐπ' ἄκρον to the farthest edge of the plain, S.Ant. 1197; κατ' ἄκρας σπιλάδος from the surface of a stone, Id.Tr. 678; esp. of extremities of body, ἄ. χείρ, πόδες, ὦμος, end of hand, ends of feet, tip of shoulder, Il.5.336, 16.640, 17.599;

    ἄκρων χειρῶν καὶ ποδῶν Hdt.1.119

    , cf. Th.2.49, Pl.La. 183b, Ti. 76e; but τὸ ἄ. τῆς χειρός, τοῦ ποδός, thumb, great toe, LXX Ex.29.20, Le.18.22;

    γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 238

    ; πίτυν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων by the top of the crown, Cratin. 296:—ἐπ' ἄκρων [δακτύλων] on tiptoe, S.Aj. 1230, ubi v. Sch.; comically, ἐπ' ἄκρων πυγιδίων on tip-tail, Ar.Ach. 638;

    ἐν ἄκροισι βὰς ποσί E. Ion 1166

    ;

    παρ' ἄκρας τρίχας Or. 128

    ;

    ἀκροτάτοις χείλεσι Epigr.Gr. 547.8

    :— οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not from the outside of the heart, i.e. from the in mostheart, A.Ag. 805, cf. E.Hec. 242; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with mere edges of sail, i.e. under close-reejed sails, Id.Med. 524, cf. Ar.Ra. 999.
    b Geom., of the extremity of a line,

    ἡ ἐπ' ἄκραν τὴν ἀποληφθεῖσαν ἀγομένη Apollon.

    Perg.Con. 4.8: Math., of extremes in a proportion, Pl.Ti. 36a, etc.; εἰς ἄκρον καὶ μέσον λόγον τέμνειν cut in extremeand mean ratio, Euc.6.30, cf.5 Def.17.
    c in Tactics, ἄκροι, οἱ, flank men, Ascl.Tact.1.3, cf. 7.6.
    3 inmost,

    μυελός E.Hipp. 255

    .
    II of Time, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ on the edge of evening. i.e. at nightfall, Pi.P. 11.10, cf.

    ἄκρῃ νυκτί Arat.775

    ; ἄκρου τοῦ ἔαρος at beginning of spring, IPE12.352.29 (Cherson., ii B. C.); but usu. denoting completeness, ἄκρου τοῦ θέρεος at mid-summer, Hp.Aph.3.18;

    χειμῶνος ἄκρω Theoc. 11.37

    ; ἄκρας νυκτός at dead of night, S.Aj. 285.
    III of Degree, highest in its kind, consummate,
    1 of persons, Hdt. 5.112, 6.122;

    τοξότης ἄ. A.Ag. 628

    ; θεσφάτων γνώμων ἄ. ib. 1130;

    μάντις S.El. 1499

    ;

    ἰατροί Phld.Lib.p.67

    O.;

    οἱ πάντῃ ἄ., οἱ ἀκρότατοι Pl.Tht. 148c

    ; of any extremes, opp.

    τὰ μεταξύ, τοῖς ἄ. τὰ ἄ. ἀποδιδόναι Id.R. 478e

    , cf. Phd. 90a; of classes in a state, Arist.Pol. 1296b39: in moral sense, both good and bad,

    ἐπιδικάζονται οἱ ἄ. τῆς μέσης χώρας Id.EN 1107b31

    ; αἱ ἄ. [διαθέσεις] ib. 1108b14, cf.

    ἄκρον 11.1

    :—c. acc. modi, ψυχὴν οὐκ ἄ. not strong of mind, Hdt.5.124;

    ἄ. τὰ πολέμια 7.111

    ; ἄ. ὀργήν quick to anger, passionate, 1.73;

    Εὐρώπη ἀρετὴν ἄκρη 7.5

    : c.gen.,

    οἱ ἄ. τῆς ποιήσεως Pl.Tht. 152e

    ;

    ἄ. εἰς φιλοσοφίαν R. 499c

    ;

    περὶ ὁπλομαχίαν Lg. 833e

    .
    2 of things, highest, extreme,

    συμφορά Alex. 222.4

    (cj. Dobree);

    νηστεία Diph.54

    : [comp] Sup., Pl.Phlb. 45a.
    IV as Subst., v. ἄκρα, ἄκρον.
    2 reg. Adv. ἄκρως, ἀνεστάλθαι to be turned up at the point, Hp.Mochl.24.
    b utterly, perfectly, Pl.R. 543a, Hegesand. 4;

    μόνος ἄκρως Euphro 1.5

    ; σχῆμα ἄ. στρογγύλον absolutely round, Hero *Deff.76.
    c skilfully, Phld.Lib.p.27 O.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκρος

  • 2 ψυχή

    ψῡχ-ή, ,
    A life,

    λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296

    , etc.;

    ψ. τεκαὶ αἰών 16.453

    , cf. Od.9.523;

    θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334

    , Od.21.154;

    λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325

    ; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;

    αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322

    ; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so

    ἀντὶ ψ. S.OC 1326

    : but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;

    περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245

    ;

    περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37

    ;

    τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115

    , cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;

    περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4

    , cf. Th. 8.50;

    ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492

    , cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;

    τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375

    (lyr.);

    ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19

    ; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;

    τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36

    ;

    τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37

    . In early poets:

    ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52

    ;

    ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23

    ;

    ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46

    ;

    ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730

    ;

    ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68

    ;

    ψυχὰς βαλον Id.O.8.39

    ;

    χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138

    ;

    τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El. 786

    ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;

    τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712

    (anap.);

    ψ. ἀφήσω E.Or. 1171

    ;

    ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214

    ;

    ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24

    ; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134;

    ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6

    , cf. Th.1.136, etc.;

    τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88

    ;

    τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15

    . 8, cf. Ev.Luc.12.20;

    ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10

    , cf. Ev.Matt. 2.20;

    τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11

    , etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;

    ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109

    , cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;

    τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4

    , cf. 12;

    πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.

    Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [

    ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30

    ; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.
    2 metaph. of things dear as life,

    χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686

    ;

    πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419

    ;

    τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35

    ; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;

    ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195

    ;

    ψ. μου Mart.10.68

    .
    II in Hom., departed spirit, ghost (

    ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.

    Hist.Fr. 102(a)J.);

    ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65

    : freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;

    ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104

    , cf. 72, Od.24.14;

    ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100

    ; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;

    ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330

    ;

    ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518

    ; sts. hardly dist. from signf. 1,

    ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505

    ; in swoons it leaves the body,

    τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696

    ; so in later writers (seldom in Trag.),

    σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21

    ; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;

    αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98

    ;

    πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630

    (anap.);

    ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676

    , cf. Fr. 912.9 (anap.);

    τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b

    ; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;

    δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.

    ap. Plu.2.236d.
    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133

    , cf. Pl.Men. 81b;

    εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123

    ;

    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a

    , cf. Phd. 70c, al.;

    ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d

    ;

    ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14

    , cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.

    σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5

    , cf. An.3.2.20;

    ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a

    ;

    εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b

    ;

    κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22

    ;

    οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19

    ;

    ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14

    , cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);

    ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32

    f.1;

    ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e

    .
    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39

    ;

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)

    ;

    ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16

    ;

    θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37

    ; opp. material blessings,

    κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32

    ;

    μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b

    , cf. 29e: hence regarded in abstraction,

    τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a

    ;

    ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c

    ;

    οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17

    , cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,

    ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227

    ;

    ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319

    (anap.);

    τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173

    (anap.);

    ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c

    ; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;

    ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559

    , cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;

    πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15

    , cf. Ex.12.4, al.; [

    κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20

    . In apostrophe,

    μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61

    ;

    ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712

    (lyr.);

    ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8

    ; in referring to persons,

    ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b

    (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;

    πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6

    ,11;

    πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1

    , etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).
    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;

    διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14

    , ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;

    ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457

    ;

    καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393

    ;

    κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40

    ;

    τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29

    ;

    ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33

    , cf. Oec.21.3.
    3 of the emotional self,

    ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505

    , cf. 527 (lyr.);

    πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14

    ;

    τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12

    ; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,

    ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841

    (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;

    λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b

    ;

    τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4

    .
    4 of the moral and intellectual self,

    ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70

    ;

    ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176

    ;

    ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499

    ;

    ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101

    ;

    ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014

    ;

    ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15

    , cf. Pl.R. 353e;

    ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7

    , cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;

    τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d

    ;

    τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4

    , Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;

    τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53

    ;

    νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a

    , cf. Phdr. 247c, al.;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El. 903

    ;

    ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171

    . Phrases:—

    ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43

    ; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;

    βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35

    ;

    ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10

    ; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.
    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;

    θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12

    ; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.
    6 of inanimate things,

    πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138

    , cf. 7.14;

    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23

    ;

    οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38

    ; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.
    V Philosophical uses:
    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)

    τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11

    ; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;

    ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.

    ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;

    τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.

    Apoll.4;

    τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a

    , cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.
    2 the spirit of the universe,

    ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b

    , cf. 30b;

    τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3

    ; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;

    ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186

    ; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;

    ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2

    ;

    τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32

    ; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.
    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,

    ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d

    , cf. Def. 411c; [

    ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a

    ; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,

    σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c

    , cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. as

    οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20

    ; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division of

    ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.

    ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.

    ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11

    , cf. PA 641b4;

    ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22

    , al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,

    τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150

    , cf. M.Ant.6.14;

    ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.

    ;

    τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.

    ; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,

    τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7

    ; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,

    πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2

    , cf. 4.7.5;

    φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4

    ; animal and vegetable bodies possess

    οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18

    ;

    πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20

    .
    VI butterfly or moth, Arist.HA 551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.
    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';

    τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696

    means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';

    ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467

    means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχή

См. также в других словарях:

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»