Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψοφεῖ

См. также в других словарях:

  • ψοφεῖ — ψοφέω sound pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ψοφέω sound pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφει — ψοφέω sound pres imperat act 2nd sg (attic epic) ψοφέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • UNGULA, ab UNGUIS — cornea pars pedis est in equis, bobus et similibus. Et quidem in equis ἡ χελιδὼν cavum eius Graecis dicitur, quod bifurcatam hirundinis caudam aliqu o mod o referat, profundius in euqis generosis, quorum proin pedes tam facile non laeduntur. Unde …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

  • λασταγεί — λασταγεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ψοφεῑ» …   Dictionary of Greek

  • πυρορραγής — ές, ΝΜΑ, και πυριρραγής, ές, ΜΑ αυτός που ράγισε υπό την επίδραση τής φωτιάς αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πυρορραγές (για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῑ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο / πυρι (βλ. λ. πυρ) + ρραγής (< θ. ραγ ,… …   Dictionary of Greek

  • στυπάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) στυπάζει «βροντᾶ, ψοφεῑ, ὠθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι). Για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. στύπος (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • στύπος — (I) το, ΝΑ, και τ. γεν. ους και ασυναίρ. τ. εος, Α νεοελλ. 1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός τού φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης 2. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • (s)teu-1 —     (s)teu 1     English meaning: to push, hit     Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen” under likewise     Note: with conservative extensions     Material: A. (s)teu k : Gk. τύκος “hammer, chisel; Streitaxt”, τυκίζω “bearbeite Steine”, τυκάνη …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»