-
1 ψητό
τό1) жареное мясо;ψητό της σούβλας — мясо, жаренное на вертеле;
ψητό του φούρνου — духовое мясо;
2) перен. существо, суть, главное; смысл (чего-л.);εδώ είναι το ψητό — в этом суть;
βαράω ισα στο ψητό — а) срозу касаться существа вопроса, сразу нащупать главное;
б) прежде всего заботиться о своей выгоде -
2 ψητό
[псито] ουσ. о. жаркое.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψητό
-
3 ψητό
[псито] ουσ ο жаркое. -
4 χρώμα
τό1) цвет, окраска;ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;
ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;
4) краска, румянец;τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;
5) цвет лица;έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;
έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;αλλάζω χρώμα — меняться в лице;
6) перен. краски, выразительность;ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;τοπικό χρώμα — местный колорит;
8) муз. тон;χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;
§ μου κόβει το χρώμα — или χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;
κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;
κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;
πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;
οξύνω τα χρώματα сгущать краски -
5 ψητός
η, ό жареный; печёный;κρέας ψητό — жареное мясо
См. также в других словарях:
ψητό — το, Ν βλ. ψητός … Dictionary of Greek
ψητός — και ψηστός, ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει ψηθεί, ψημένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ψητό α) κρέας ψημένο σε ψησταριά ή σε φούρνο («ψητό με πατάτες») β) μτφ. το κυριότερο σημείο, η ουσία («άσε τις λεπτομέρειες και έλα στο ψητό») 3. φρ. «βαράει ίσα στο… … Dictionary of Greek
ψητός — ή, ό 1. ψημένος στο φούρνο ή στα κάρβουνα. 2. το ουδ. ως ουσ., ψητό σημαίνει α. κρέας ψημένο στο φούρνο: Θέλω μοσχάρι ψητό. β. το κύριο θέμα, το ψαχνό, το κυριότερο σημείο: Έλα τώρα στο ψητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εψητός — ή, ό (ΑΜ ἑψητός, ή, ον) [ἕψω] ψητός, βραστός, βρασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό το ψητό, το φαγητό τού φούρνου ή τής σούβλας μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, τού φούρνου ή τής σούβλας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ριγανάτος — η, ο, Ν [ρίγανη] 1. (για ψητό φαγητό) αυτός που περιέχει ρίγανη 2. το ουδ. ως ουσ. το ριγανάτο κρέας ψητό που είναι καρυκευμένο κυρίως με ρίγανη … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
ακαλογίνωτος — η, ο [καλογίνωτος] 1. αυτός που δεν έχει καλογίνει, δεν έχει μεστώσει, δεν έχει ωριμάσει «ακαλογίνωτα μήλα» 2. όποιος δεν έχει βράσει ή ψηθεί αρκετά «ακαλογίνωτο ψητό» 3. εκείνος που δεν έχει συντελεστεί, δεν έχει ολοκληρωθεί «ακαλογίνωτη… … Dictionary of Greek