Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τοπικό

  • 1 έθιμο(ν)

    τό
    1) обычай, обыкновение;

    τα ήθη και έθιμα — нравы и обычаи;

    τοπικό έθιμ — местный обычай;

    έθιμα τού γάμου — свадебные обряды;

    2) неписаный закон;

    κατά τα έθιμα — по обычаю

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έθιμο(ν)

  • 2 έθιμο(ν)

    τό
    1) обычай, обыкновение;

    τα ήθη και έθιμα — нравы и обычаи;

    τοπικό έθιμ — местный обычай;

    έθιμα τού γάμου — свадебные обряды;

    2) неписаный закон;

    κατά τα έθιμα — по обычаю

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έθιμο(ν)

  • 3 χρώμα

    τό
    1) цвет, окраска;

    ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;

    ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;
    ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;

    βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;

    4) краска, румянец;

    τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;

    5) цвет лица;

    έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;

    έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;

    αλλάζω χρώμα — меняться в лице;

    6) перен. краски, выразительность;
    ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;

    τοπικό χρώμα — местный колорит;

    8) муз. тон;

    χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;

    § μου κόβει το χρώμαили χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;

    κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;

    κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;

    πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;

    οξύνω τα χρώματα сгущать краски

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρώμα

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Παραδοσιακής Κεντητικής και Αργυροχοϊας (Τοπικό, Λεύκαρα Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα μεγάλο αρχοντικό, που έχει χτιστεί από τοπικό ασβεστόλιθο, όπως και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού Λεύκαρα, το οποίο είναι γνωστό για τα κεντήματα και τα ασημένια κοσμήματα που παράγονταν από τους τεχνίτες του. Στο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Παλαίπαφου (Κύπρου), Τοπικό — Περίπου ένα χιλιόμετρο από τη νότια ακτή της Κύπρου, σε ένα λόφο, υψωνόταν το διάσημο κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ιερό της Αφροδίτης. Εδώ κατασκεύασαν αργότερα οι σταυροφόροι το μικρό φρούριο La Covocle (από αυτό προέρχεται και το όνομα του …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • μέγιστα και ελάχιστα — Έστω μια πραγματική συνάρτηση f, ορισμένη σε ένα υποσύνολο I του συνόλου των πραγματικών αριθμών. Ένας πραγματικός αριθμός m θα λέμε ότι είναι το ολικό μέγιστο ή αντίστοιχα το ολικό ελάχιστο της f, αν και μόνον αν για κάθε x∈Ι ισχυει: f(x) ≤ m,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • Philippes — 41°00′47″N 24°17′11″E / 41.01306, 24.28639 …   Wikipédia en Français

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»