-
1 ψευδ-ώνυμος
ψευδ-ώνυμος, von, mit, unter falschem, erdichtetem Namen, oder seinen Namen mit Unrecht führend, Aesch. Prom. 719 Spt. 652. – Adv. ψευδωνύ-μως, Aesch. Prom. 85.
-
2 ψευδώνυμος
ψευδ-ώνῠμος, ον,A under a false name, falsely called, ;πανδίκως ψ. Id.Th. 670
;οὔνομα δ' Εὐτυχίδης· ψευδώνυμον ἀλλά με δαίμων θῆκεν ἀφαρπάξας IG3.1308
;ψ. θεοί Ph.2.161
, cf. 2.599;ψ. γνῶσις 1 Ep.Ti.6.21
;φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψ. Plu.2.479e
; opp.ἀληθής, τὸ μεριστὸν ψ. Dam.Pr. 399
. Adv. - μως by a false name,ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν A.Pr.85
, cf. Them.Or.2.30a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδώνυμος
-
3 ψευδώνυμος
ψευδ-ώνυμος, von, mit, unter falschem, erdichtetem Namen, oder seinen Namen mit Unrecht führend -
4 ψευδωνυμος
2ложно именуемый(φιλόσοφος, τιμαί Plut.; γνῶσις NT.)
Ὑβριστές ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. — река, недаром называющаяся Гибристом («Яростной»)
См. также в других словарях:
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κρυψώνυμος — κρυψώνυμος, ον (Μ) ανώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ομ ώνυμος, ψευδ ώνυμος. Το ω λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
λεοντώνυμος — λεοντώνυμος, ον (Μ) αυτός που πήρε το όνομά του από λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. θηρι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κυθώνυμος — κυθώνυμος, ον (Α) (ως επίθετο τού Οιδίποδος) αυτός που έχει επονείδιστο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυθ (< κεύθω «καλύπτω, κρύβω») + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
χαριτώνυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χαριτωμένο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ψευδ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ψευδώνυμος — η, ο / ψευδώνυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν τού ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ. γ. «ἥξεις δ… … Dictionary of Greek
φερώνυμος — η, ο / φερώνυμος, ον, ΝΑ αυτός τού οποίου το όνομα έχει ληφθεί από ένα πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός αρχ. αυτός που έχει καλή ονομασία. επίρρ... φερωνύμως ΜΑ με φερωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ώνυμος (<… … Dictionary of Greek