Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψευδ-ώνυμος

См. также в других словарях:

  • ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) …   Dictionary of Greek

  • κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • κρυψώνυμος — κρυψώνυμος, ον (Μ) ανώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ομ ώνυμος, ψευδ ώνυμος. Το ω λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • λεοντώνυμος — λεοντώνυμος, ον (Μ) αυτός που πήρε το όνομά του από λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. θηρι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • κυθώνυμος — κυθώνυμος, ον (Α) (ως επίθετο τού Οιδίποδος) αυτός που έχει επονείδιστο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυθ (< κεύθω «καλύπτω, κρύβω») + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • χαριτώνυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χαριτωμένο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ψευδ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • ψευδώνυμος — η, ο / ψευδώνυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν τού ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ. γ. «ἥξεις δ… …   Dictionary of Greek

  • φερώνυμος — η, ο / φερώνυμος, ον, ΝΑ αυτός τού οποίου το όνομα έχει ληφθεί από ένα πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός αρχ. αυτός που έχει καλή ονομασία. επίρρ... φερωνύμως ΜΑ με φερωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ώνυμος (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»