Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ψευδ-ώμοτος

См. также в других словарях:

  • ευώμοτος — εὐώμοτος, ον (Α) αυτός που τηρεί τους όρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ωμοτος (< όμνυμι «ορκίζομαι»), πρβλ. αν ώμοτος, ψευδ ώμοτος. Το ω λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ψευδώμοτος — ον, Α (για όρκο) αυτός που δόθηκε ψεύτικα, εν γνώσει τού ορκιζομένου ότι λέει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ώμοτος (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώμοτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»