Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψεκάς

См. также в других словарях:

  • ψεκάς — ψακάς drop of rain fem nom sg ψεκάς drop of rain fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκάς — άδος, ἡ, Α βλ. ψακάς …   Dictionary of Greek

  • ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… …   Dictionary of Greek

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • Néfeles — No debe confundirse con Néfele. Para la obra de Aristófanes, véase Las nubes. Néfeles En la mitología griega las Néfeles (en griego Νεφέλαι Nefélai, ‘nubes’) eran las ninfas de las nubes y la lluvia. Er …   Wikipedia Español

  • ANTIMACHUS — I. ANTIMACHUS Cinaedus quidam et formosus feminarum amore insaniens. Alter malitiae nomine a Comicis taxatus. Tertius cognomine ψεκὰς, h. e. minuta pluvia. Quartus Trapezita, cuius meminit Eupolis εν Δήμοις. Quintus, Historicus. II. ANTIMACHUS… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ψακάδιον — και μτγν. τ. ψεκάδιον, τὸ, Α [ψακάς / ψεκάς, άδος] υποκορ. ψιχάλα …   Dictionary of Greek

  • ψεκάζω — ΝΑ, και ψακάζω Α [ψεκάς / ψακάς] νεοελλ. εκσφενδονίζω υγρό με ψεκαστήρα, ραντίζω («ψέκασα τις ελιές») αρχ. 1. βρέχω με μικρές σταγόνες, ψιλοβρέχω 2. (κυρίως τριτοπρόσ.) ψακάζει ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει 3. παθ. ψακάζομαι υγραίνομαι με ψιλή βροχή …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՆՐԱՑՕՂ — ( ) NBH 2 0208 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c գ. որ եւ ՄԱՆՐԱՑՕՂ ՑՕՂ. ψεκάς ros, guttula roris. Ցօղ՝ որ մանր ցօղէ իբրեւ զցնցուղս. *Եւ ապա կարծեմ իբրեւ ամպ մի մանրացօղ, նոյնպէս թանձրութիւն գոլորշեացն յարտօսր լուծանի. Բրս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇԻԹ — (շթի, ից.) NBH 2 0477 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c գ. σταγών stilla, gutta. (որ են լծ. ընդ հյ.) σίελον saliva ἱκμάς humor ψεκάς guttula եւ այլն. գրի եւ ՇԻՏ. Կաթ. կաթիլ. կայլակ. դոյզն ինչ հիւթ. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ψεκάδα — ψακάς drop of rain fem acc sg ψεκάς drop of rain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»