Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ψαφαρός

См. также в других словарях:

  • ψαφαρός — friable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαρός — ή, ό / ψαφαρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. τ. ψαφερός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, εύθρυπτος αρχ. 1. (για έδαφος) αμμώδης ή ρηγματωμένος 2. (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή σύσταση 3. (για υγρό) αραιός 4.… …   Dictionary of Greek

  • ψαφαρά — ψαφαρός friable neut nom/voc/acc pl ψαφαρά̱ , ψαφαρός friable fem nom/voc/acc dual ψαφαρά̱ , ψαφαρός friable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαρώτερον — ψαφαρός friable adverbial comp ψαφαρός friable masc acc comp sg ψαφαρός friable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαρωτέραις — ψαφαρός friable fem dat comp pl ψαφαρωτέρᾱͅς , ψαφαρός friable fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαρόν — ψαφαρός friable masc acc sg ψαφαρός friable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαρώτατον — ψαφαρός friable masc acc superl sg ψαφαρός friable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαραῖς — ψαφαρός friable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαραῖσιν — ψαφαρός friable fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαραί — ψαφαρός friable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαφαροῖσιν — ψαφαρός friable masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»