-
1 ψαφαρος
-
2 ψαφαριτης
См. также в других словарях:
ψαφαρός — friable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαρός — ή, ό / ψαφαρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. τ. ψαφερός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, εύθρυπτος αρχ. 1. (για έδαφος) αμμώδης ή ρηγματωμένος 2. (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή σύσταση 3. (για υγρό) αραιός 4.… … Dictionary of Greek
ψαφαρά — ψαφαρός friable neut nom/voc/acc pl ψαφαρά̱ , ψαφαρός friable fem nom/voc/acc dual ψαφαρά̱ , ψαφαρός friable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαρώτερον — ψαφαρός friable adverbial comp ψαφαρός friable masc acc comp sg ψαφαρός friable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαρωτέραις — ψαφαρός friable fem dat comp pl ψαφαρωτέρᾱͅς , ψαφαρός friable fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαρόν — ψαφαρός friable masc acc sg ψαφαρός friable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαρώτατον — ψαφαρός friable masc acc superl sg ψαφαρός friable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαραῖς — ψαφαρός friable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαραῖσιν — ψαφαρός friable fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαραί — ψαφαρός friable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαφαροῖσιν — ψαφαρός friable masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)