1 ψαφαριτης
Древнегреческо-русский словарь > ψαφαριτης
ψαφαρίτης — ὁ, θηλ. ψαφαρῑτις, ίτιδος, Α γεμάτος σκόνη («ψαφαρίτης ῥύπος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαφαρός + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. ψαμμ ίτης / ψαμμῖτις)] … Dictionary of Greek
ψαφαρίτης — ψαφαρί̱της , ψαφαρίτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)