Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψαλληγενής

См. также в других словарях:

  • ψαλληγενής — ές, Α (ως κωμική προσωνυμία τού Αρχύτου) αυτός που προήλθε από το παίξιμο τής άρπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + γενής (< γένος) κατ’ αναλογία τού μοιρηγενής*] …   Dictionary of Greek

  • ψαλληγενές — ψαλληγενής sprung from harp playing masc/fem voc sg ψαλληγενής sprung from harp playing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»