-
1 ψαλληγενης
2 -
2 ψαλληγενής
A sprung from harp-playing, Com. epith. of Archytas, strictly a parody of Homer's μοιρηγενής, Bion ap. D.L.4.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαλληγενής
-
3 ψαλληγενής
ψαλλη-γενής, ές, vom Citherspiel u. Gesange stammend, des Citherspiels od. Gesanges Sohn, kom. Beiwort des Atehylas, Parodie des homerischen μοιρηγενής -
4 ψαλληγενές
ψαλληγενήςsprung from harp-playing: masc /fem voc sgψαλληγενήςsprung from harp-playing: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ψαλληγενής — ές, Α (ως κωμική προσωνυμία τού Αρχύτου) αυτός που προήλθε από το παίξιμο τής άρπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + γενής (< γένος) κατ’ αναλογία τού μοιρηγενής*] … Dictionary of Greek
ψαλληγενές — ψαλληγενής sprung from harp playing masc/fem voc sg ψαλληγενής sprung from harp playing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek