-
61 θυρσοχαρης
-
62 κλινοχαρης
-
63 λιμνοχαρης
-
64 μουσοχαρης
-
65 νευροχαρης
-
66 ξυνοχαρης
-
67 οινοχαρης
-
68 περιχαρης
-
69 υπερχαρης
-
70 ψαλμοχαρης
-
71 νιάτα
νιάτα τα молодость, юность;§ να χάρης τα νιάτα σου — ради всего святого, умоляю...;
τα νιάτα και τα γρόσια δεν κρύβονται — погов, молодость и богатство не скроешь
-
72 χαίρω
(αόρ. (ε)χάρηκα и εχάρην) 1. αμετ. радоваться, получать удовольствие; веселиться;χαίρω πολύ — очень рад (при знакомстве);
χαίρ πολύ πού σε ξαναβλέπω — очень рад тебя снова видеть;
2. μετ., αμετ. пользоваться (чём-л.); обладать (чём-л.);χαίρω καλής φήμης (της εμπιστοσύνης) — пользоваться хорошей репутацией (доверием);
χαίρω άκρας υγείας — или χαίρω άκραν υγείαν — я абсолютно здоров;
§ χαίρε! (χαίρετε!) а) здравствуй(те)!; б) до свидания!; будь(те) здоров(ы)!;τό ύστατον χαίρε последнее прости;1) см. χαίρω 1;χαίρομαι
2) быть довольным, радоваться, наслаждаться;χαίρομαι τη ζωή μου — наслаждаться жизнью;
§ να σε χαρώ очень прошу тебя;να χάρης τη ζωή σου я тебя умоляю, ради бога;να χαίρεσαι τ' όνομά σου ( — или την γιορτή σου) — желаю тебе долгих лет жизни;
καλώς τα χαίρεστε! — а) приятного аппетита!; — б) приятно повеселиться!
-
73 reprieve
-
74 манифест
-а α.μανιφέστο. || διάταγμα (άνακτα)•милостивый манифест διάταγμα χάρης ή αμνηστείας•
подвести кого под милостивый манифест συμπεριλαβαίνω κάποιον στην αμνηστεία.
-
75 помилование
-я ουδ.άφεση, συγχώρεση. || χάρη, απονομή χάρης• απόνιψη αμαρτιών, συχώριο. -
76 αἱματοχαρής
αἱμᾰτο-χᾰρής, ές,A delighting in blood, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματοχαρής
-
77 αἱμοχαρής
αἱμο-χᾰρής, ές,A = αἱματοχαρής, Sammelb.5829.4, Sch.E.Hec.24, Or. 1563, Suid. s.v. αἱμωπούς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμοχαρής
-
78 δακρυχαρής
δακρῠ-χᾰρής, ές,A delighting in tears,πλούτων IG14.769
([place name] Naples);Λάθας κευθμών Mon.Ant.11.477
(Cret.); κνίσματα prob.l.inAP5.165 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακρυχαρής
-
79 δημοχαρής
δημο-χᾰρής, ές,A pleasing the people, popular, Paul.Al.N.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοχαρής
-
80 δρυμοχαρής
δρῡμο-χᾰρής, ές,A delighting in the woods, Orph.H.51.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυμοχαρής
См. также в других словарях:
Χάρης — nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός από τον δήμο της Αιξωνής (περ. 400 – περ. 324 π.Χ.). Διακρίθηκε στην αποστολή του για βοήθεια από τους Αθηναίους προς τους συμμάχους τους Φλιασίους (367), οι οποίοι πιέζονταν από τους Σικυώνιους και … Dictionary of Greek
χαρῇς — χαίρω rejoice aor subj pass 2nd sg χαρά joy fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρης — χαίρω rejoice aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρης, Πέτρος — Φιλολογικό ψευδώνυμο του πεζογράφου και ακαδημαϊκού Γιάννη Μαρμαριάδη (1902). Γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα Κρητικό και σπούδασε νομικά. Από το 1930 έως το 1964 υπηρέτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών όπου αναδείχτηκε μέχρι τον βαθμό του… … Dictionary of Greek
Χάρητα — Χάρης neut nom/voc/acc pl Χάρης masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Харес древнегреческий полководец — (Χάρης) афинский полководец IV века до Р. Х., впервые упоминается в 366 г., когда он, будучи стратегом, помог флиазийцам, теснимым аргосцами и сикионянами. X. отличался большой храбростью, но, вместе с тем, древние авторы называют его жестоким,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Харес, полководец — (Χάρης) афинский полководец IV века до Р. Хр., впервые упоминается в 366 г., когда он, будучи стратегом, помог флиазийцам, теснимым аргосцами и сикионянами. X. отличался большой храбростью, но, вместе с тем, древние авторы называют его жестоким,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Χάρητε — Χάρης nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρητι — Χάρης dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρητος — Χάρης gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)