Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λιμνο-χᾰρής

См. также в других словарях:

  • νευροχαρής — νευροχαρής, ές (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται με τη νευρά τού τόξου ή με τη χορδή λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + χαρής (< χαίρω), πρβλ. λιμνο χαρής, μουσο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • ορειοχαρής — ὀρειοχαρής, ές (Α) αυτός που αρέσκεται στον ορεινό βίο, που διαμένει ευχαρίστως στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρειο (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, λιμνο χαρής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»