-
1 χαρακωμα
1) изгородь из кольев, частокол, вал с частоколом Xen., Polyb.2) обнесенное частоколом место, укрепленный лагерь Xen., Plut. -
2 χαράκωμα
τό1) огороженное (кольями) место; 2) перен. окоп, траншея; 3) линование -
3 χαράκωμα
[харакома] ουσ ο линование, гравирование. (отрог.) окопы, траншеи. -
4 βαλλω
(fut. βᾰλῶ - ион. βαλέω, редко βαλλήσω; aor. 2 ἔβᾰλον, pf. βέβληκα; pass.: fut. βληθήσομαι и βεβλήσομαι, aor. ἐβλήθην, pf. βέβλημαι) реже med.1) бросать, кидать, метать(τι εἰς ἅλα, ἐν πυρί, ποτὴ πέτρας, προτὴ γαίῃ Hom.; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr.)
2) метать копья(ἐκ χειρός Xen.; β. καὴ τοξεύειν Dem.)
3) ронятьβ. δάκρυ Hom. — проливать слезы;
β., тж. β. τοὸς ὀδόντας Arst. — терять зубы4) надевать, приставлять, приделывать(κύκλα ἀμφὴ ὀχέεσσι Hom.)
ἐν πύλαισιν ἀκοὰν β. Eur. — приложить ухо к двери5) надевать, накидывать(αἰγίδα ἀμφ΄ ὤμοις, ῥάκος ἀμφί τινι, med. ἀμφὴ ὤμοισιν ξίφος Hom.; κρήδεμνον πλοκάμοις Anth.)
6) закидывать, забрасывать(τὸ δίκτυον εἰς τέν θάλασσαν NT.; ἀμφί τινι χεῖρας и πήχεε Hom.)
ἐπὴ γᾶν Φρυγῶν ποδὸς ἴχνος βαλεῖν Eur. — ступить на фригийскую землю7) валить, опрокидывать(τινὰ ἐν δαπέδῳ и ἐν κονίῃσι Hom.)
ἐς γόνυ τέν πόλιν β. Her. — поставить на колени, т.е. сокрушить государство8) низвергать, разрушать(οἶκον Aesch.)
9) извергать, изгонять(τινὰ γῆς ἔξω Soph.)
ἄθαπτόν τινα βαλεῖν Soph. — лишить кого-л. погребения10) ввергать, повергать(τινὰ ἐς κακόν Hom.; τινὰ εἰς δεῖμα Her. и εἰς φόβον Eur.)
βαλεῖν τινα εἰς ἔχθραν Aesch. — навлечь на кого-л. ненависть;ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν τινα Soph. — возвести на кого-л. обвинение;τέν χώραν κινδύνῳ βαλεῖν Aesch. — подвергнуть страну опасности11) поворачивать, направлять(νῆας ἐς πόντον Hom.; ὄμματα ἑτέρωσε Hom. и πρὸς γῆν Eur.; πρὸσωπον εἰς γῆν Eur.)
12) опускать, склонять(ἑτέρωσε κάρη Hom.)
13) гнать, погонять(ἵππους πρόσθε Hom.; κάτωθε τὰ μοσχία Theocr.)
14) ударять, поражать(τινὰ δουρί Hom.; τινὰ κακοῖς Eur.)
βαλεῖν τινά τι, κατά, πρός и ὑπό τι, реже β. τινος κατά τι Hom. — ударить (ранить) кого-л. во что-л.;ἕλκος τό μιν βάλε ἰῷ Hom. — рана, которую он нанес ему стрелой:β. ψόγῳ τινά Eur. — оскорблять кого-л.;β. ἐπὴ σκοπόν Xen., τοῦ σκοποῦ Plat. и ἐπὴ σκοποῦ (v. l. ἐπίσκοπα) Luc. — попадать в цель;ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ Hom. — глубоко огорченный в душе;βάλλει με φθόγγος δι΄ ὤτων Soph. — до ушей моих доносится шум15) (sc. ὕμνῳ) воспевать, славить(τινά Pind.)
16) вгонять, вонзать(ἰὸν ἐνὴ στήθεσσί τινι Hom.)
17) наводить, нагонять, насылать(ὕπνον ἐπὴ βλεφάροις Hom.)
18) внушать, вселять(τί τινι ἐν θυμῷ Hom., θυμῷ Aesch. и εἰς θυμόν Soph., Plut., ἐν στήθεσσι Hom. и ἐν καρδίᾳ Pind.; λύπην τινί Soph.)
19) грузить, нагружать(μῆλα ἐν νηΐ Hom.)
20) med. погружаться21) (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться, падатьἵπποι περὴ τέρμα βαλοῦσαι Hom. — кобылицы, обогнувшие столб;βάλλ΄ ἐς κόρακας! Arph. — убирайся прочь!, проваливай!;βάλλ΄ ἐς μακαρίαν! Plat. — что ты, бог с тобой!;εἰς ὕπνον βαλεῖν Eur. — заснуть22) ( о жидкости) обрызгивать, окроплять(τινά Hom., Eur.)
23) осыпать, обдавать24) наливать, вливать25) тж. med. озарять, освещать(ἀκτῖσιν Hom.; γαῖαν Eur.; σελήνη βαλλομένη διὰ θυρίδων Anth.)
26) med. насыпать, возводить(χαράκωμα πρὸς τῇ πόλει Dem.; χάρακα Polyb., Plut.)
— закладывать (κρηπῖδα Pind.; τὰς οἰκοδομίας Plat., ἀρχέν τῶν πραγμάτων Luc.)27) med. обдумывать, замышлять(τι ἐπὴ θυμῷ и μετὰ φρεσί Hom.; ἐνὴ φρεσί Hom., Hes. или ἐπ΄ ἑωυτοῦ Her.)
ἐς θυμὸν ἐβάλετο Her. — он решил28) med. зачать
См. также в других словарях:
Χαράκωμα — palisaded enclosure fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκωμα — palisaded enclosure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… … Dictionary of Greek
χαράκωμα — το, ατος 1. τόπος φραγμένος με παλούκια. 2. οχύρωμα πρόχειρο αμυντικό. 3. ρίγωμα, η χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια με το χάρακα. 4. χαραγή αμπελιού. 5. τάφρος κατάλληλα φτιαγμένη για τη βολή των όπλων του πεζικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπούρι — Χαράκωμα, αμυντικό προπέτασμα, οχύρωμα. Ο όρος προέρχεται από τουρκική λέξη. Τα τ. χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες του 1821 για άμυνα. Ήταν βασικά σωροί από πέτρες, βράχοι ή απότομα υψώματα του εδάφους. * * * το, Ν 1.… … Dictionary of Greek
χαρακωμάτων — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώμασι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώμασιν — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώματα — χαράκωμα palisaded enclosure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώματι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώματος — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)