-
1 χαμαιγενής
-
2 χαμαιγενής
χᾰμαι-γενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιγενής
-
3 χαμαιγενές
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem voc sgχαμαιγενήςearth-born: neut nom /voc /acc sg -
4 χαμαιγενέας
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem acc pl (epic ionic) -
5 χαμαιγενέεσσι
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem /neut dat pl (epic) -
6 χαμαιγενέεσσιν
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem /neut dat pl (epic) -
7 χαμαιγενέος
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
8 χαμαιγενέων
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem /neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
9 χαμαιγενείς
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem acc plχαμαιγενήςearth-born: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
10 χαμαιγενεῖς
χαμαιγενήςearth-born: masc /fem acc plχαμαιγενήςearth-born: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
χαμαιγενής — ές, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που γεννήθηκε στη γη («χαμαιγενέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὀψι γενής, παλαι γενής] … Dictionary of Greek
χαμαιγενεῖς — χαμαιγενής earth born masc/fem acc pl χαμαιγενής earth born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιγενές — χαμαιγενής earth born masc/fem voc sg χαμαιγενής earth born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιγενέας — χαμαιγενής earth born masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιγενέεσσι — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιγενέεσσιν — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιγενέος — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιγενέων — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek