Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρός-χωρος

См. также в других словарях:

  • πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… …   Dictionary of Greek

  • καθολικό — Χώρος του χριστιανικού ναού μεταξύ του Ιερού Βήματος και του νάρθηκα, που ονομάζεται και κυρίως ναός. Στο μέρος αυτό βρίσκονται ο επισκοπικός θρόνος, ο άμβωνας, ο σολέας (ή η σολέα), δηλαδή ο χώρος ανάμεσα στο εικονοστάσιο και στον άμβωνα. Στα… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθωράκιο — Χώρος της θωρακικής κοιλότητας που ορίζεται πλάγια από τους πνεύμονες με τις αντίστοιχες πλευρές, πίσω από τη σπονδυλική στήλη, μπροστά από το στέρνο και κάτω από το διάφραγμα· προς τα πάνω συνεχίζεται στις κοιλότητες του λαιμού. Η σημαντικότητα… …   Dictionary of Greek

  • σκευοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα ιερά σκεύη ενός ναού. Σ. λέγεται επίσης και το κιβώτιο στο ιερό του ναού, όπου βρίσκονται τα ιερά σκεύη. Ο όρος προέρχεται ίσως από την αρχαία λέξη σκευοφόρος, που σήμαινε συνήθως τη «σκευοφόρο άμαξα», με την οποία …   Dictionary of Greek

  • ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»