-
101 лить
[λίτ'] ρ. χύνω -
102 проливать
[πραλιβάτ"] ρ. χύνω -
103 разливать
[ραζλιβάτ'] ρ. χύνω -
104 расплескивать
[ρασπλιόσκιβατ"] ρ. χύνω -
105 сливать
[σλιβάτ*] ρ. χύνω -
106 ссыпать
[σσύπατ'] ρ. χύνω, ρίχνω -
107 выливать
[βυλιβάτ'] ρ χύνω -
108 выплескивать
[βυπλιόσκιβατ"] ρ χύνω -
109 лить
[λίτ'] ρ χύνω -
110 проливать
[πραλιβάτ"] ρ χύνω -
111 разливать
[ραζλιβάτ'] ρ χύνω -
112 расплескивать
[ρασπλιόσκιβατ"] ρ χύνω -
113 сливать
[σλιβάτ'] ρ χύνω -
114 ссыпать
[σσύπατ'] ρ χύνω, ρίχνω -
115 вбухать
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω μέσα, χύνω μέσα, εισχέω, βάζω μέσα πολύ κ. μονοκοπανιά.πέφτω βαριά•вбухать в лужу πέφτω στο νερόλακκο.
-
116 вкачать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкачанный, βρ: -чан, -а, -оχύνω μέσα αντλώντας•в бак -ли воду στο ντεπόζιτο έχυσαν νερό με την αντλία.
-
117 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
118 вплеснуть
-ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплеснутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω με φλοίσβο.χύνομαι μέσα με φλοίσβο. -
119 впустить
впущу, впустишь, παθ’. μτχ. παρλθ. χρ. впущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. επιτρέπω την είσοδο•впустить публику в зал αφήνω•
то κοινό να μπει στην αίθουσα.
|| χύνω, ρίχνω•-капли в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.
2. κεντρίζω, μπήγω, χώνω•впустить жало μπήγω το κεντρί.
-
120 всыпать
-плю, -плешь, προστκ. всыпь ρ.σ.1. (για λεπτά τεμάχια, κόκκους) χύνω, ρίχνω μέσα, αδειάζω, εγχύνω, εγχέω•всыпать овёс в мешок ρίχνω τη βρώμη στο σακκί.
2. (απλ.) με δοτ. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ, τις ρίχνω, τις βρέχω•ему здорово -ли του τις ρίξανε γερά.
εκφρ.всыпать горячих – (απλ.) βλ. 2 σημ.χωρώ•в этот мешочек кило сахару не всыплется ο αυτό το σακκουλάκι ένα κιλό ζάχαρη δε χωρά.
См. также в других словарях:
χύνω — χύνω, έχυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
χύνω — χύ̱νω , χύνω pour aor subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres ind act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύνω — έχυσα, χύθηκα, χυμένος 1. στα υγρά, αφήνω κάτι να χυθεί: Άφησε την κάνουλα ανοιχτή και χύθηκε όλο το κρασί. 2. στα μέταλλα, λιώνω, χωνεύω: Χύνω μολύβι. 3. το μέσο, χύνομαι διασκορπίζομαι, χιμάω, εφορμώ, εκβάλλω. 4. παροιμ., «Xύθηκε το λάδι μας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
χύνετον — χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 3rd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 2nd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour pres imperat act 2nd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 3rd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 2nd dual χύ̱νετον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχέω — Α 1. χύνω κάτι προς κάτι άλλο ή χύνω κάτι πάνω σε κάποιον 2. μέσ. προσχέομαι χύνω νερό επάνω μου 3. παθ. μτφ. κατακλύζομαι («ὑπὸ τοῡ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek