-
81 переливать
переливатьнесов1. μεταγγίζω, χύνω/ τραβατζάρω (вино, масло):\переливать кровь мед. κάνω μετάγγιση αίματος·2. (через край) κάνω νά ξεχειλίσει·3. (переплавлять) ξαναλυώνω (μετ.), ἀνατήκω, ξαναχύνω:\переливать колокола в пушки ξαναλυώνω τις καμπάνες γιά νά κάνω κανόνια·4. (о красках) ίριδίζω, ἀντανακλώ:\переливать всеми цветами радуги ίριδίζω (или ἀντανακλώ) ὅλα τά χρώματα· ◊ \переливать из пустого в порожнее разг ἀεροκοπανῶ, κάνω τόν ἄνεμο κουβάρι. -
82 переплавлять
переплавлять Iнесов (металл) ξανα-χΰνω, ξαναλυώνω.переплавлять IIнесов (лес, бревна и т. п.) μεταφέρω ξυλεία (στό ποτάμι). -
83 пересыпать
пересыпатьсов, пересыпать несов1. χὐνω, βάζω·2. (что-л. чем-л.) ἐπιπάσσω, πασπαλίζω:\пересыпать нафталином πασπαλίζω μέ ναφθαλίνη·3. перен:пересыпать речь цитатами παραγεμίζω τήν ὁμιλία μου μέ τσιτάτα· пересыпать речь остротами χρησιμοποιώ στόν λογον μου πολλές εὐ-φυολογίες. -
84 плакать
плакатьнесов κλαίω:\плакать горькими слезами, горько \плакать χύνω πικρά δάκρυα· \плакать навзрыд κλαίω μέ λυγμούς, κλαίω μέ ἀνα-φυλλητά. -
85 плеснуть
плеснутьсов I. (на берег \плеснуть о волне) σπάνω παφλάζοντας· 2.:\плеснуть водой ρίχνω νερό· \плеснуть воду на стакана χύνω νερό ἀπό τό ποτήρι·3. (веслами) χτυπώ. -
86 подсыпать
подсыпатьсов, подсыпать несов1. (прибавить) προσθέτω:\подсыпать со́ли в суп προσθέτω ἀλάτι στήν σούπα·2. (насыпать тайком) ρίχνω λίγο, χύνω λίγο. -
87 поплакать
поплакатьсов κλαίω λίγο, χύνω λίγα δάκρυα -
88 просыпать
просыпать Iсов см. просыпать I.просыпать IIнесов διασκορπίζω, χύνω.просыпать IIIнесов (просыпаться позже) ἀργω νά ξυπνήσω, παρακοιμοὔμαι:он проспал и опоздал на поезд ἄργησε νά ξυπνήσει καί ἐχασε τό τραίνο. -
89 разливать
разливатьнесов1. (проливать) χύνω·2. (наливать) βάζω:\разливать чай βάζω τσάι στά ποτήρια· \разливать суп κενώνω τή σούπα· \разливать по бутылкам μπουτιλιάρω, ἐμφιαλώνω· ◊ их водой не разольешь εἶναι ἀχώριστοι. -
90 расплавить
расплавитьсов, расплавлять несов λυώνω, · χύνω, ρευστοποιώ, τήκω. -
91 расплескать
расплескатьсов, расплескивать несов χύνω. -
92 рассыпать
рассыпатьсов, рассыпать несов διασπείρω, χύνω / (δια)σκορπίζω (разбрасывать):\рассыпать карандаши́ σκορπίζω τά μολύβια· \рассыпать пшеницу по мешкам βάζω τό σιτάρι στά σακκιά. -
93 ронять
ронятьнесов1. ἀφήνω νά μοδ πέσει, ρίχνω:\ронять из рук μοϋ πέφτει ἀπό τά χέρια· \ронять книги со стола ρίχνω τά βιβλία ἀπό τό τραπέζι·2. (бессильно опускать вниз) γέρνω, ρίχνω, κατεβάζω:\ронять голову на грудь γέρνω τό κεφάλι μου στό στήθος'3. (лишаться чего-л.):\ронять оперение πτερορροώ, μοῦ πέφτουν τά φτερά· \ронять листья φυλορροώ, μοϋ πέφτουν τά φύλλα·4. перен (умалять) ξεπέφτω, χάνω τήν ὑπόληψη μου:\ронять· свое достоинство χάνω τήν ἀξιοπρέπειάν μου· \ронять себя в чьйх-л. глазах ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· ◊ \ронять слова μιλώ μέ τό στανιό-\ронять слезы χύνω δάκρυα. -
94 ручей
руч||ейм τό ρυάκι, ὁ ρύαξ / перен τό ποταμάκι, ὁ χείμαρρος:лить слезы \ручейьем χύνω ποτάμι τά δάκρυα. -
95 свет
свет Iм в разн. знач. τό φως:лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.свет IIλ·1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας. -
96 слеза
слез||аж τό δάκρυ[ον]:заливаться \слезаа́ми ἀναλύομαι σέ δάκρυα· пла́кать горьрми \слезаа́ми χύνω πικρά δάκρυα· разражаться \слезаа́ми μέ παίρνουν τά δάκρυα, Μ· πιάνουν τά κλάμματα· смеяться сквозь \слезаы κλαίω καί γελῶ· смеяться до слез ϊελώ μέχρι δακρύων доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· до слез больно (обидно и т. п.) σοὔρχεται νά κλάψεις ἀπό τήν στενοχώρια· пустить \слезау ирон. ἀρχίζω νά ψευτοκλαίω· ◊ крокодиловы слезы ирон. τά κροκοδείλια δάκρυα -
97 ссыпать
ссыпатьсов, ссыпать несов χύνω, ρίχνω. -
98 ускорить
ускоритьсов, ускорять несов в разн. знач. ἐπιταχύνω, ἐπισπεύδω:\ускорить шаги та-χύνω τό βήμα μου· \ускорить отъезд ἐπισπεύδω τήν ἀναχώρηση· \ускорить развязку ἐπιταχύνω τή λύση· \ускорить выздоровление ἐπιταχύνω τήν ἀνάρρωση. -
99 выливать
[βυλιβάτ'] ρ. χύνω -
100 выплескивать
[βυπλιόσκιβατ"] ρ. χύνω
См. также в других словарях:
χύνω — χύνω, έχυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
χύνω — χύ̱νω , χύνω pour aor subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres ind act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύνω — έχυσα, χύθηκα, χυμένος 1. στα υγρά, αφήνω κάτι να χυθεί: Άφησε την κάνουλα ανοιχτή και χύθηκε όλο το κρασί. 2. στα μέταλλα, λιώνω, χωνεύω: Χύνω μολύβι. 3. το μέσο, χύνομαι διασκορπίζομαι, χιμάω, εφορμώ, εκβάλλω. 4. παροιμ., «Xύθηκε το λάδι μας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
χύνετον — χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 3rd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 2nd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour pres imperat act 2nd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 3rd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 2nd dual χύ̱νετον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχέω — Α 1. χύνω κάτι προς κάτι άλλο ή χύνω κάτι πάνω σε κάποιον 2. μέσ. προσχέομαι χύνω νερό επάνω μου 3. παθ. μτφ. κατακλύζομαι («ὑπὸ τοῡ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek