Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χόλ-ος

См. также в других словарях:

  • χολ — και παλ. γρφ χωλ, το, Ν άκλ. 1. προθάλαμος 2. διάδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hall] …   Dictionary of Greek

  • χολ — το (λ. αγγλ.), άκλ., ο χώρος του σπιτιού μεταξύ της εξωτερικής πόρτας και των δωματίων, προθάλαμος, διάδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κέιν, Τόμας Χένρι Χολ — (SirThomas Henry Hall Caine, 1853 – 1931).Άγγλος μυθιστοριογράφος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο και ήταν φίλος του ποιητή και ζωγράφου Ροσέτι. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται για την περιγραφική τους αδρότητα και την… …   Dictionary of Greek

  • Κλίτσινγκ, Κλάους φον- — (Klaus von Klitzing, Σρόντα 1943 –). Ολλανδόςφυσικός. Έλαβε πτυχίο φυσικού από το πολυτεχνείο του Μπράουνσβαϊγκ το 1969 και διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ το 1972, με τη διατριβή του για τις γαλβανομαγνητικές ιδιότητες του …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… …   Dictionary of Greek

  • φιλαδέλφεια — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αιγύπτου, κοντά στο σημερινό Φαγιούμ. Χτίστηκε από τον Πτολεμαίο τον Φιλάδελφο. Έπαψε να υπάρχει από τον 4o αι. μ.Χ. 2. Πόλη της Περγάμου, στις βόρειες πλαγιές του όρους Τμώλου, που χτίστηκε το 140 π.Χ. από… …   Dictionary of Greek

  • Λάφλιν, Ρόμπερτ — (Robert Laughlin, Βιζάλια, Καλιφόρνια 1950 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Ξεκίνησε να σπουδάζει ηλεκτρολόγος μηχανικός στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, όμως άλλαξε κλάδο κατά τη διάρκεια των σπουδών του και τελικά απέκτησε πτυχίο… …   Dictionary of Greek

  • Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • Galle (4), die — 4. Die Galle, plur. von mehrern Arten und Quantitäten, die n, eine bittere, seifenartige, gelblich grüne, und zuweilen schwarze Feuchtigkeit in den thierischen Körpern, welche zur Verdauung der Speisen sehr nothwendig ist, aber wenn sie sich zu… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»