Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χωρῑτικός

См. также в других словарях:

  • χωριτικός — ή, όν, Α [χωρίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός 2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» χωρικός (Αιλ.). επίρρ... χωριτικῶς Α όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς …   Dictionary of Greek

  • χωριτικός — χωρῑτικός , χωριτικός of country folk masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτικῶν — χωρῑτικῶν , χωριτικός of country folk fem gen pl χωρῑτικῶν , χωριτικός of country folk masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτικόν — χωρῑτικόν , χωριτικός of country folk masc acc sg χωρῑτικόν , χωριτικός of country folk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτικώς — Α επίρρ. βλ. χωριτικός …   Dictionary of Greek

  • χωριτικαῖς — χωρῑτικαῖς , χωριτικός of country folk fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτικοῖς — χωρῑτικοῖς , χωριτικός of country folk masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτικοί — χωρῑτικοί , χωριτικός of country folk masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτικῇ — χωρῑτικῇ , χωριτικός of country folk fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτική — χωρῑτική , χωριτικός of country folk fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριτικήν — χωρῑτικήν , χωριτικός of country folk fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»