-
1 χωριτικος
-
2 χωρῑτικός
-
3 χωρῑτικός
-
4 χωριτικός
χωρῑτικός, χωριτικόςof country-folk: masc nom sg -
5 χωριτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωριτικός
-
6 χωριτικών
χωρῑτικῶν, χωριτικόςof country-folk: fem gen plχωρῑτικῶν, χωριτικόςof country-folk: masc /neut gen pl -
7 χωριτικῶν
χωρῑτικῶν, χωριτικόςof country-folk: fem gen plχωρῑτικῶν, χωριτικόςof country-folk: masc /neut gen pl -
8 χωριτικόν
χωρῑτικόν, χωριτικόςof country-folk: masc acc sgχωρῑτικόν, χωριτικόςof country-folk: neut nom /voc /acc sg -
9 χωρικός
-
10 χωριτική
-
11 χωριτικῇ
-
12 χωριτικαίς
-
13 χωριτικαῖς
-
14 χωριτικοίς
-
15 χωριτικοῖς
-
16 χωριτικοί
χωρῑτικοί, χωριτικόςof country-folk: masc nom /voc pl -
17 χωριτικώ
-
18 χωριτικῷ
-
19 χωριτικώς
-
20 χωριτικῶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χωριτικός — ή, όν, Α [χωρίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός 2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» χωρικός (Αιλ.). επίρρ... χωριτικῶς Α όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς … Dictionary of Greek
χωριτικός — χωρῑτικός , χωριτικός of country folk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικῶν — χωρῑτικῶν , χωριτικός of country folk fem gen pl χωρῑτικῶν , χωριτικός of country folk masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικόν — χωρῑτικόν , χωριτικός of country folk masc acc sg χωρῑτικόν , χωριτικός of country folk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικώς — Α επίρρ. βλ. χωριτικός … Dictionary of Greek
χωριτικαῖς — χωρῑτικαῖς , χωριτικός of country folk fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικοῖς — χωρῑτικοῖς , χωριτικός of country folk masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικοί — χωρῑτικοί , χωριτικός of country folk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικῇ — χωρῑτικῇ , χωριτικός of country folk fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτική — χωρῑτική , χωριτικός of country folk fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικήν — χωρῑτικήν , χωριτικός of country folk fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)