Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χωριάτικος

См. также в других словарях:

  • χωριάτικος — η, ο, Ν [χωριάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωριάτη ή στο χωριό («χωριάτικο σπίτι») 2. αυτός που προέρχεται από το χωριό («χωριάτικα έθιμα») 3. εκείνος που παράγεται ή κατασκευάζεται στο χωριό ή είναι παρόμοιος με αυτόν («χωριάτικο… …   Dictionary of Greek

  • χωριάτικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό ή στο χωριάτη, αυτός που κατάγεται από χωριό, αυτός που κατασκευάζεται σε χωριό: Του αρέσει το χωριάτικο τυρί. 2. αγροίκος, άξεστος: Δεν περίμενα απ αυτόν τέτοια χωριάτικη συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) …   Dictionary of Greek

  • αγροικικός — ἀγροικικός ή, όν (AM) [ἄγροικος] αγροτικός, χωριάτικος, άξεστος …   Dictionary of Greek

  • βηλαρικός — βηλαρικός, ή, όν (AM) (Μ και βιλλαρικός) χωριάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βηλαρικός < βηλάρι, ενώ ο τ. βιλλαρικός < λατ. villaris, villaticus «αυτός που ανήκει σε αγρόκτημα, έπαυλη» < villa «μικρή αγροτική κατοικία, αυλή»] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • χαχόλικος — η, ο, Ν [χαχόλος] 1. (για πρόσ.) μαντραχαλάς, κρεμανταλάς 2. (κατ επέκτ.) (για πράγμ.) χωριάτικος, χοντροκομμένος, άκομψος, άχαρος. επίρρ... χαχόλικα Ν με χαχόλικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χωριακός — ή, όν, Μ χωριάτικος («χωριακόν κατάλυμα», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίον + κατάλ. ακός (πρβλ. οὐσι ακός)] …   Dictionary of Greek

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • επαρχιωτικός — επαρχιωτικός, ή, ό και επαρχιώτικος, η, ο 1. που είναι της επαρχίας ή του επαρχιώτη: Επαρχιώτικες εφημερίδες. 2. που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο των επαρχιωτών, χωριάτικος: Επαρχιώτικο ντύσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»