-
1 αγροτικός
[агротикос] εκ. крестьянский, сельскохозяйственный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγροτικός
-
2 аграрный
αγροτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аграрный
-
3 полевой
επ.1. αγροτικός•-ая дорога αγροτικός δρόμος.
2. (στρατ.) πεδινός, της εκστρατείας•-ая пушка πεδινό πυροβόλο•
-ая артиллерия πεδινό πυροβολικό•
полевой госпиталь ορεινό χειρουργείο•
-ая почта ταχυδρομείο εκστρατειας•
-ая кухня μαγειρείο εκστρατείας.
3. φυσικός• εξοχικός.4. κυνηγετικός.5. αγροτικός, αυτοφυής, άγριος•- ая мята άγρια μίνθη (επιστ.), αγριόδυοσμος (λκ.)
полевая мышь ο αρουραίος.
εκφρ.полевой шпат – είδος ά-στρίου (ορυκτό). -
4 аграрный
-
5 крестьянский
-
6 полевой
полевой αγροτικός· \полевойые работы οι αγροτικές εργασίες· \полевойые цветы τα αγριολούλουδα* * *полевы́е рабо́ты — οι αγροτικές εργασίες
полевы́е цветы́ — τα αγριολούλουδα
-
7 сельский
сельский αγροτικός; χωριάτικος (деревенский)· \сельскийое хозяйство η αγροτική οικονομία, η γεωργία* * *αγροτικός; χωριάτικος ( деревенский)се́льское хозя́йство — η αγροτική οικονομία, η γεωργία
-
8 сельскохозяйственный
сельскохозяйственный αγροτικός, της αγροτικής οικονομίας; \сельскохозяйственныйая техника οι γεωργικές μηχανές* * *αγροτικός, της αγροτικής οικονομίαςсельскохозя́йственная те́хника — οι γεωργικές μηχανές
-
9 сельскохозяйственный
сельскохозяйственн||ыйприл ἀγροτικός, γεωργικός:\сельскохозяйственныйая артель ὁ ἀγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμος. -
10 земельный
επ.1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•
земельный налог έγγειος φόρος•
фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.
2. αγροτικός•-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•
-ая рента.έγγεια πρόσοδος•
-ое законоательство αγροτική νομοθεσία•
-ая община αγροτική κοινότητα•
земельный кодекс αγροτικός κώδικας•
земельный банк αγροτική τράπεζα•
-ая собственность γεωκτησία•
земельный кредит αγροτική πίστωση.
-
11 сельскохозяйственный
επ.της αγροτικής οικονομίας• αγροτικός, γεωργικός• γεωπονικός, της γεωργίας•-ые работы αγροτικές (γεωργικές) δουλειές•
-ая выставка έκθεση αγροτικής οικονομίας•
-ые товары αγροτικά εμπορεύματα (προϊόντα)•
-ая кооперация αγροτικός συνεταιρισμός•
-ая страна αγροτική χώρα•
-ая машина αγροτική μηχανή•
сельскохозяйственный институт ινστιτούτο αγροτικής οικονομίας ή γεωργίας.
-
12 инвентарь
1. (совокупность предметов какого-л. имущества) о εξοπλισμός, η περιουσία· сельскохозяйственный - αγροτικός - 2. (опись имущества, реестр) о (περιουσιακός) κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвентарь
-
13 аграрный
аграрн||ыйприл ἀγροτικός:\аграрныйая страна ἡ ἀγροτική χώρα; \аграрныйая реформа ἡ ἀγροτική μεταρρύθμιση; \аграрный вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα. -
14 артель
артельж ὁ συνεταιρισμός, ἡ συνεργατική, τό ἀρτέλ:сельскохозяи́ственная \артель ὁ ἀγροτικός συνεταιρισμός. -
15 деревенский
деревенскийприл χωριάτικος, ἀγροτικός (сельский) / ἐπαρχιώτικος (о внешности):\деревенский житель ὁ χωρικός, ὁ χωριάτης. -
16 земледельческий
земледел||ьческийприл γεωργικός, ἀγροτικός. -
17 крестьянский
крестьян||скийприл ἀγροτικός:\крестьянскийское хозяйство, \крестьянскийский двор τό ἀγροτικό νοικοκυριό· \крестьянскийское движение τό ἀγροτικό κίνημα. -
18 полевой
полев||о́йприл1. ἀγροτικός:\полевойые работы ἡ δουλειά στό χωράφι, οἱ ἀγροτικές ἐργασίες· \полевойые цветы τά ἀγριολούλουδα·2. воен. πεδινός:\полевойг*я артиллерия τό πεδινό πυροβολικό· \полевой госпиталь τό νοσοκομείο ἐκστρατείας· \полевойа́я почта τό στρατιωτικό ταχυδρομείο· \полевой бинокль ἡ διόπτρα (или τά κιάλια) ἐκστρατείας· ◊ \полевой шпат мин. ὁ ἀστερίας. -
19 рабоче-крестьянский
рабоче-крестьянскийприл ἐργατο-αγροτικός. -
20 сельский
сельск||ийприл ἀγροτικός:\сельскийое хозяйство ἡ ἀγροτική οἰκονομία, ἡ γεωργία· \сельский учитель ὁ δάσκαλος τοῦ χωριοῦ.
См. также в других словарях:
αγροτικός — ή, ό (Μ ἀγροτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες 2. αυτός που αποτελείται από αγρότες 3. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς μσν. ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
αγροτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους αγρούς, στη γεωργία και την κτηνοτροφία, στους αγρότες: Η αγροτική τράπεζα ιδρύθηκε για να βοηθήσει τους αγρότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek