Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αγροτικός

См. также в других словарях:

  • αγροτικός — ή, ό (Μ ἀγροτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες 2. αυτός που αποτελείται από αγρότες 3. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς μσν. ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • αγροτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους αγρούς, στη γεωργία και την κτηνοτροφία, στους αγρότες: Η αγροτική τράπεζα ιδρύθηκε για να βοηθήσει τους αγρότες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»