Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χωρίοις

См. также в других словарях:

  • χωρίοις — χωρέω to be fond of dwelling in pres opt act 2nd sg (doric) χωρίον place neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PATAVIUM — I. PATAVIUM Urbs in Ponto, sive Bithynia. Polmen hodie dicta. Aliter Claudiopolis. II. PATAVIUM civitas Italiae, recentiore nomine Padua appellata: vide ibi, Ampla et munita, sed non aeque culta, agri Patavini caput, Episcopalis sub Archiepiscopo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TURTUR — Hebr. thor, Graece Τρυγών utrâque voce ὠνοματοπεποιημένῃ, factâ nimir. ad imitationem cantus eius, qui Graece τρυσμὸς dicitur, a τρύζειν, quod est, turturis more gemere, apud Pollucem, l. 5. c. 14. item garrire, unde de garrulis mulierculis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένθηρος — ἔνθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπο) ο γεμάτος θηρία, άγρια ζώα («ἐν τοῑς μάλιστα ἐνθηροτάτοις χωρίοις», Αιλ.) 2. μτφ. άγριος, τραχύς («ἔνθηρον τρίχα», Αισχύλ.) 3. (για μέλος τού σώματος) αυτός που έχει αφορμισμένη πληγή 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ευκαρπώ — εὐκαρπῶ, έω (Α) [εύκαρπος] παράγω άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφορώ («ἐν τοῑς εὐκαρποῡσι χωρίοις», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»