-
1 χρῡσ-ηλάκατος
χρῡσ-ηλάκατος, mit goldener Spindel, goldenem Pfeile; Beiwort der Artemis, bei Hom. oft, wie Soph. Tr. 634; der Leto, der Amphitrite u. der Nereiden, bei Pind. N. 6, 37 Ol. 6, 104 N. 5, 36, vgl. Böckh expl. Pind. Ol. 6 extr.; ὑδρία Plut. Demetr. 53.
-
2 χρυσηλάκατος
A with distaff of gold, not (as Sch.) with arrow of gold, epith. of Artemis in Il.20.70, al., cf. B. 10.38, S.Tr. 637 (lyr.); of Amphitrite, the Nereids, and Leto, Pi.O.6.104, N.5.36, 6.36; of the Χάριτες, B.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσηλάκατος
-
3 χρῡσηλάκατος
χρῡσ-ηλάκατος, mit goldener Spindel, goldenem Pfeile; Beiwort der Artemis; der Leto, der Amphitrite u. der Nereiden -
4 χρυσηλακατος
-
5 ἠλακάτη
Grammatical information: f.Meaning: `(wool on the) distaff', also metaph. of comparable objects (Ζ 491)Other forms: ἠλεκάτη (Delos, Cyrene a. o.), Aeol. ἀλακάτα (Theoc. 28, 1; but ἠλακάτα E. Or. 1431 [lyr.]) and χρυᾱλακ. Pi. (three times), εὐαλακ. Theoc. 22.Dialectal forms: Myk. a-ra-ka-te-ja nom. pl. f. `spinsters'Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Solmsen assumed an Anatolian loan, Wortforsch. 121f. Prob. just Pre-Greek.Page in Frisk: 1,628Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠλακάτη
См. также в других словарях:
φιληλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την ηλακάτη, την ρόκα («καὶ πήνας καὶ τόνδε φιληλάκατον καλαθίσκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. χρυσ ηλάκατος] … Dictionary of Greek
πολυηλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για ποτάμι) αυτός που έχει πολλά καλάμια, κατάφυτος με καλάμια, καλαμώδης («πολυηλάκατοι ποταμοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἠλακάτη «ρόκα» (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] … Dictionary of Greek
στρεψηλάκατος — ον, Α (ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔ στρεψ α τού στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] … Dictionary of Greek
χρυσηλάκατος — και δωρ. τ. χρυσαλάκατος, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσή ηλακάτη («χρυσηλάκατος κελαδεινὴ Ἄρτεμις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. φιλ ηλάκατος] … Dictionary of Greek