-
1 χρυσήλεκτρος
A gold-electrum, gold-amber, Plin.HN37.127, Aët. 2.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσήλεκτρος
См. также в других словарях:
χρυσήλεκτρος — ὁ, ἡ, πιθ. και τ. ουδ. χρυσήλεκτρον, τὸ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἤλεκτρον / ἤλεκτρος] … Dictionary of Greek