-
1 χρῡσ-ελεφαντ-ήλεκτρος
χρῡσ-ελεφαντ-ήλεκτρος, von Gold, Elfenbein u. Elektron, damit ausgelegt, ἀσπίς Ep. ad. 606 ( App. 330).
-
2 χρῡσελεφαντήλεκτρος
χρῡσ-ελεφαντ-ήλεκτρος, von Gold, Elfenbein u. Elektron, damit ausgelegt
См. также в других словарях:
χρυσήλεκτρος — ὁ, ἡ, πιθ. και τ. ουδ. χρυσήλεκτρον, τὸ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἤλεκτρον / ἤλεκτρος] … Dictionary of Greek