Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρῡσο-στήμων

См. также в других словарях:

  • πολυστήμων — ον, Μ αυτός που έχει πολλούς στήμονες, πολύστημος* («πολυστήμων ἱστός», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στήμων (< στήμων), πρβλ. χρυσο στήμων] …   Dictionary of Greek

  • ολοστήμων — ὁλοστήμων, ον (ΑΜ) αυτός που αποτελείται εξ ολοκλήρου από νήματα, από κλωστές («ταινία ὁλοστήμων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + στήμων «νήμα, κλωστή» (πρβλ. χρυσο στήμων)] …   Dictionary of Greek

  • τρυφεροστήμων — ον, Α αυτός που έχει λεπτό στημόνι, λεπτή υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + στήμων (πρβλ. χρυσο στήμων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»