-
1 χρυσεόστολμος
χρῡσεό-στολμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεόστολμος
См. также в других словарях:
χρυσεόστολμος — ον, Α (ποιητ. τ.) χρυσεόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + στολμός «στολή, ενδυμασία»] … Dictionary of Greek